Η διαφορετικότητα είναι μια έννοια που κυριαρχεί σήμερα στις συζητήσεις ψυχολόγων και εκπαιδευτικών. Φαίνεται πως μάλλον δεν έχουμε μάθει να σεβόμαστε κάτι που διαφοροποιείται από αυτά που γνωρίζουμε, πιστεύουμε ή αναμένουμε. Από την άλλη με μεγάλη ευκολία διαφωνούμε και επικρίνουμε. Αυτή ίσως να είναι η πηγή πολλών κοινωνικών προβλημάτων, αναβρασμού αλλά και του κλίματος του μίσους που επικρατεί σήμερα. Αυτά τα φαινόμενα εμφανίζονται σε όλον τον κόσμο και έχουν υπάρξει σε όλες τις περιόδους της ιστορίας μας. Αν όμως ονειρευόμαστε μια κοινωνία πιο ειρηνική, με περισσότερο σεβασμό και αποδοχή, πώς θα μπορούσαμε για κάτι τέτοιο να προσπαθήσουμε; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στα σχολεία. Τα παιδιά είναι οι αυριανοί πολίτες και σε αυτά πρέπει να εμφυσήσουμε τις αξίες του σεβασμού, της αποδοχής και της συνεργασίας.
Στο γενικό σχολείο…
Ο κος Διονύσης Μωραϊτης είναι καθηγητής πληροφορικής, έχει δουλέψει με εφήβους, ενώ τα τελευταία χρόνια διδάσκει σε παιδιά δημοτικού. Θεωρεί πως στο εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται προσπάθεια ενσωμάτωσης των «διαφορετικών» παιδιών και μας περιγράφει ποιες είναι αυτές. «Μέσω των τμημάτων ένταξης και παράλληλης στήριξης, οι μαθητές που έχουν ανάγκη από ειδική εκπαίδευση συνυπάρχουν με τους υπόλοιπους μαθητές. Για τον εκπαιδευτικό η ύπαρξη αυτών των παιδιών στην ομάδα αποτελεί μια πρόκληση. Είναι αρκετά δύσκολο να διαχειριστεί ο εκπαιδευτικός τη διαφορετικότητα, αλλά όταν το καταφέρει είναι ένα από τα πιο ωραία πράγματα που μπορεί να τύχουν στην καριέρα του. Οι διδάσκοντες προσπαθούν να δώσουν έμφαση στη μείωση της προκατάληψης και να ενθαρρύνουν την ανεκτικότητα και την αποδοχή απέναντι στο χρώμα, την εθνότητα, τη θρησκεία, τις σωματικές και νοητικές δυνατότητες.» Ωστόσο προβλήματα υπάρχουν. «Τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία αντιλαμβάνονται την διαφορετικότητα των άλλων παιδιών, συνεχίζει. Πολλές φορές αντιδρούν και γίνονται σκληρά σε διαφορές που έχουν να κάνουν με την εθνικότητα, την αναπηρία, την κοινωνική τάξη ακόμα και τη θρησκεία. Τα διαφορετικά παιδιά αρκετές φορές περνάνε απαρατήρητα από τους συμμαθητές τους, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που αντιμετωπίζονται με οίκτο ή ακόμα και με μίσος. Τα μηνύματα που λαμβάνουν τα παιδιά από τους ενήλικες ποικίλλουν. Οι ενήλικες συνήθως αντιμετωπίζουν με αδιαφορία ή ακόμα και με καχυποψία τους «διαφορετικούς» συνανθρώπους τους. Επίσης, λόγω της αύξησης της εγκληματικότητας και τη σύνδεση της με την εισροή ξένων στοιχείων στη χώρα μας, πολλοί συνάνθρωποι μας καλλιεργούν ένα κλίμα ξενοφοβίας και επιφυλακτικότητας το οποίο σίγουρα μεταδίδουν και στους ανήλικους οικείους τους. Βέβαια, υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις όπου οι ενήλικες δείχνουν σεβασμό, εκτίμηση και συμπόνια απέναντι στο «διαφορετικό», δείχνοντας στα παιδιά «σωστά» πρότυπα.»
Κι όταν συζητάμε για τη διαφορετικότητα στα σχολεία;
Ο Σ.Κ.Ε.Π είναι ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο που έχει καταλάβει πως αν θέλουμε έστω και λίγο να αλλάξουμε την κοινωνία, πρέπει να στραφούμε στα σχολεία. Οι δράσεις του ακολουθούν δύο βασικές κατευθυντήριες: ενημέρωση και αλληλεπίδραση. Το βασικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα εξοικείωσης με την αναπηρία που υλοποιούν είναι ο «Ανοιχτός Διάλογος Σε Σχολεία». Στελέχη του Σ.Κ.Ε.Π. με αναπηρία επισκέπτονται σχολικές δομές, σε σχολική ώρα και συζητούν με τους μαθητές για την αναπηρία. Οι ανοιχτές συζητήσεις, χωρίς λογοκρισία και διαμεσολαβητές, διαμορφώνουν έναν καινούργιο κώδικα επικοινωνίας χτίζοντας σχέσεις κατανόησης, σεβασμού και αποδοχής. Παράλληλα υλοποιούν τα «Αποτυπώματα», εργαστήρια Εξοικείωσης με την Αναπηρία (εικαστικά & αθλητικά) στα οποία συμμετέχουν μαζί νέοι με και χωρίς αναπηρία. Τα προγράμματά του Σ.Κ.Ε.Π τελούν υπό την έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και υλοποιούνται, σε μεγάλο βαθμό, από νέους με αναπηρία.
Ο κος Παναγιώτης Πιτσίνιαγκας είναι ένα από τα μέλη του Σ.Κ.Ε.Π που επισκέπτονται τα σχολεία και μιλούν στα παιδιά για την αναπηρία τους. Περιγράφει τις αντιδράσεις των παιδιών στην πρώτη τους επαφή. «Είναι πολύ ενδιαφέρον. Όταν μπω σε δημοτικό την ώρα του διαλείμματος, τα παιδιά τη μία στιγμή χοροπηδούν και τρέχουν πάνω-κάτω και με το που εμφανίζομαι το προαύλιο παραλύει. Βλέπουν όλοι τον εξωγήινο που μόλις μπήκε μέσα. Είναι κάτι που τους φαίνεται πάρα πολύ περίεργο γιατί τους είναι τελείως ξένο. Το ίδιο συμβαίνει και την ώρα που μπαίνουμε στην τάξη. Τα παιδιά παγώνουν και κοιτάζουν με περιέργεια αυτόν τον παράξενο κύριο με τις ρόδες που μόλις μπήκε στην τάξη τους. Όταν ξεκινά η κουβέντα τα παιδιά, πολύ σύντομα νιώθουν άνετα να εκφράσουν όλες τις απορίες που είχαν πάντα αλλά που ποτέ δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να ρωτήσουν. Στο τέλος της συνάντησης έχουν πλέον χαλαρώσει εντελώς και καταλαβαίνουν τη φυσικότητα του να έχεις αναπηρία. Το βλέπουμε όχι μόνο από τις αντιδράσεις των παιδιών αλλά και από το ότι οι εκπαιδευτικοί τις επόμενες μέρες μας δηλώνουν την ευχαρίστηση των μαθητών τους. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις χτυπάει το κουδούνι, που υποδηλώνει πως η ώρα μας έληξε, τα παιδιά μένουν ακίνητα στις θέσεις του και μας ζητούν να μείνουμε κι άλλο θυσιάζοντας το διάλειμμά τους. Η άνεση με την οποία με προσεγγίζουν με το πέρας του προγράμματος για να μιλήσουμε λίγο πιο προσωπικά μου δείχνει ότι ο στόχος επετεύχθη!» Τα μηνύματα που παίρνουν τα παιδιά από τους ενήλικες είναι αυτά που θα τα επηρεάσουν; «Μπορούμε όλοι να θυμηθούμε τους εαυτούς μας μικρούς», λέει ο κος Πιτσίνιαγκας. «Συνήθως ακούγαμε από τους γονείς μας να λέει «μη!». Ένα παιδί είναι πολύ λογικό να είναι περίεργο όταν συναντήσει κάποιον με εμφανή αναπηρία, π.χ. έναν άντρα σε αμαξίδιο, ή δύο ανθρώπους να μιλάνε «άηχα» κουνώντας τα χέρια τους, οπότε θα εκφράσει την περιέργειά του δείχνοντας και ρωτώντας: «Μαμά, τι είναι αυτό;». Οι γονείς, συνήθως, ψάχνουν να βρουν που να κρυφτούν από ντροπή και καταλήγουν να απαντήσουν: «Μην κοιτάς!». Είναι δύσκολο ένα παιδί που μαθαίνει να μην κοιτάει να γίνει ένας ενήλικας που θα κοιτάξει. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Να ξέρεις ότι η αναπηρία υπάρχει. Μετά θα αποφασίσεις πως θέλεις να αντιδράσεις.»
Τα παιδιά όμως τελικά είναι σκληρά ή «φύσει καλά»; «Πολύς κόσμος λέει πως τα παιδιά είναι σκληρά, για μένα, όμως, αυτό είναι άλλο ένα στερεότυπο και πρέπει να καταρριφθεί, απαντά ο κύριος Πιτσίνιαγκας. Τα παιδιά δεν είναι σκληρά, είναι ειλικρινή, λένε αυτό που σκέφτονται χωρίς να το φιλτράρουν, όπως θα έπρεπε να κάνουμε όλοι. Το πρόβλημα είναι ότι μετά ερχόμαστε εμείς οι μεγάλοι και τους λέμε ότι δεν πρέπει να λένε αυτό που σκέφτονται, να μην είναι δηλαδή ειλικρινή, ή όπως αλλιώς μας αρέσει να λέμε, «τους μαθαίνουμε τρόπους». Και θα ήμασταν πολύ καλύτερη κοινωνία εάν όλοι είχαμε τελικά «λιγότερους τρόπους» και ήμασταν πιο ειλικρινείς.»
Ένα ειδικό σχολείο συστεγάζεται με το γενικό στην επαρχία…
Τι συμβαίνει όμως στην επαρχία, όπου δεν υπάρχει η ίδια δυνατότητα για δομές, υπηρεσίες και πληροφόρηση; Όπου όλοι είναι γνωστοί και τίποτα δεν κρύβεται; Η κα Μαρία Λιάπη είναι διευθύντρια του Ειδικού Σχολείου Ερμιονίδας, που συστεγάζεται με γενικό σχολείο. Φροντίζει ώστε τα παιδιά του γενικού σχολείου να έρχονται σε επαφή με τα παιδιά του ειδικού σχολείου μέσω διάφορων δραστηριοτήτων και παιχνιδιών. Τα μεγαλύτερα παιδιά του γενικού σχολείου γίνονται «βοηθοί» των ειδικών παιδαγωγών μαθαίνοντας έτσι την υπευθυνότητα. Στα γενέθλια των παιδιών του ειδικού σχολείου είναι καλεσμένοι όλοι οι φίλοι τους.
«Από αυτά που έχουμε δει ως τώρα το σίγουρο είναι ότι τα παιδιά είναι πιο δεκτικά και ανοιχτόμυαλα στην διαφορετικότητα, περιγράφει η κα Λιάπη. Προσαρμόζονται, ψάχνουν τρόπο να επικοινωνήσουν. Βέβαια έχουν παρατηρηθεί και παιδιά που είτε είναι εντελώς αδιάφορα για τους μαθητές με αναπηρία είτε είναι αρνητικά στο να κάνουν παρέα γιατί οι γονείς τους, τους είπαν ότι έχουν πρόβλημα και δεν πρέπει να δίνουμε σημασία. Μετά από επτά μήνες λειτουργίας του σχολείου το σίγουρο είναι πως τα παιδιά του γενικού σχολείου έχουν αναπτύξει διαπροσωπικές σχέσεις με τους μαθητές μας στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Περιμένουν τα διαλείμματα για να φάνε μαζί, να παίξουν καθώς και την μία ώρα την εβδομάδα για τα προγράμματα μας.» Και τι γίνεται με τους ενήλικες; «Οι ενήλικες σε μια κλειστή κοινωνία όπως η δική μας, είναι φοβισμένοι ή αντιμετωπίζουν με οίκτο τα άτομα με αναπηρία, συμπληρώνει η κυρία Λιάπη.
Και μερικά παραδείγματα…
Ο κος Μωραϊτης συζήτησε με τους μαθητές του και παραθέτει μερικά παραδείγματα από το γενικό σχολείο χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο για το κάθε παιδί:
Η Μαρία ένιωσε το συναίσθημα της υποτίμησης, όταν συμμαθητής της την αποκάλεσε «παλιοαλβανίδα» λόγω της καταγωγής της. Η αντίδρασή της άψογη. «Να μη με λες έτσι…είμαι και Ελληνίδα!
Η Φρόσω, ένα γλυκύτατο κορίτσι, πολύ καλή μαθήτρια, με έντονο όμως το ανατολίτικο στοιχείο στα μάτια της, εξαιτίας της καταγωγής της μητέρας της από το Καζακστάν. Ένιωσε άβολα όταν συμμαθητής της συνεχώς την αποκαλούσε Κινέζα. Οι ευφάνταστοι συμμαθητές της είχαν φτιάξει και ένα σημείο στη τάξη το οποίο το έλεγαν «Η Φυλακή του Κινέζου», το οποίο συχνά επισκέπτονταν για να “βασανίσουν” την “διαφορετική” της τάξης. Η Φρόσω αγνόησε τους συμμαθητές της. Η λύση ήταν απλή, πίστη στις δυνατότητές της και στον εαυτό της.
Η Μυρτώ όταν πήγαινε στην Α’ Δημοτικού είχε λίγα παραπάνω κιλά. Δύο μαθητές της ΣΤ’ τάξης συνεχώς στα διαλείμματα την κορόιδευαν λέγοντας την χοντρή. Μία μέρα ένα παιδί της Δ’ Δημοτικού της είπε: «θα σε βάλω στον τοίχο και θα σε χτυπάω!». Η Μυρτώ, μόλις έξι χρόνων, εννοείται πως δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Έκλαιγε και αισθανόταν έντονα την απόρριψη από τα μεγαλύτερα παιδιά. Απευθύνθηκε πρώτα στους γονείς της και μετά στη δασκάλα της.
Η Δήμητρα άλλαξε σχολείο στη Β τάξη. Οι συμμαθητές της δεν την έκαναν παρέα. Τα αγόρια της τάξης της την αποκαλούσαν «μαύρη» και «τσιγγάνα». Κάποιες φορές την απέφευγαν, άλλες φορές την αποκαλούσαν «γορίλλα». Τα κορίτσια της έλεγαν: «έχεις ψείρες, φύγε». Μετά από πολλές προσπάθειες έχει δύο καλές, πραγματικές φίλες.
Ο Γιώργος μαθητής της Δ’ Δημοτικού πάσχει από διαταραχή αυτιστικού φάσματος. Κατά καιρούς βιώνει αρνητικά σχόλια, όχι των συμμαθητών του από τους οποίους είναι πλήρως αποδεκτός, αλλά από παιδιά άλλων τάξεων που τον θεωρούν «κάτι εντελώς διαφορετικό». Δύο μαθητές μεγαλύτερης τάξης κατά τη διάρκεια του διαλείμματος τον ακολουθούσαν συνεχώς και έλεγαν: «Να, αυτός είναι ο αυτιστικός που σου έλεγα!». Ένα μικρότερο παιδί ρώτησε μια μέρα τη δασκάλα της παράλληλης στήριξης: «Γιατί κάνει έτσι αυτός;». Μια άλλη μέρα ο Γιώργος ζήτησε από τα αγόρια του άλλου τμήματος να παίξει μαζί τους κρυφτό. Η απάντησή τους αφοπλιστική: «Δεν θα παίξεις, έχουν κλείσει οι θέσεις!».
Και μερικά σχόλια παιδιών που κατέγραψαν μετά από τη συμμετοχή τους σε δράση του Σ.Κ.Ε.Π. Οι απαντήσεις είναι αυτούσιες και όχι λογοκριμένες.
“Το Διαφορετικό δεν είναι απειλή. Εμπλουτίζει τη ζωή μας!”
“Δεν κατάλαβα καμιά διαφορά…”
“Με παραξένεψε ότι ξέρουν να μιλούν, γιατί εγώ πίστευα πως είναι ανάπηρα και χαζά!”
“Με εντυπωσίασε που τα άτομα που δεν έχουν τα ίδια μέλη του σώματος με εμένα μπορούν να κάνουν τα ίδια πράγματα με εμένα.”
“Μπορούν να κάνουν δουλειές όπως οι άλλοι άνθρωποι!”
“Γνώρισα ανθρώπους με διανοητική αναπηρία και κατάλαβα ότι διαφέρουν ελάχιστα από εμάς.”
“Στην αρχή είχα άγχος γιατί νόμιζα πως έπρεπε να συμπεριφερθώ με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, όμως τελικά βγήκε φυσικά και εύκολη επικοινωνία.”
“Με εντυπωσίασε ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων με νοητικές και κινητικές δυσκολίες.”
“Περίμενα ότι θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να συνυπάρξω με άτομα με αναπηρία.”
“Φοβόμουν πως να τους αντιμετωπίσω, μην πω κάτι λάθος και νευριάσουν μαζί μου”
“Μου έκανε εντύπωση που είδα για πρώτη φορά τόσα πολλά άτομα με αναπηρία μαζί.”
“Το 15% του πληθυσμού έχει κάποια αναπηρία κι όμως εγώ προσωπικά μόνο μία φορά στη ζωή μου είχα συναντήσει κάποιον με ειδικές ανάγκες!”
“Αιφνιδιάστηκα με το πόσο καλά και συνηθισμένα άτομα είναι.”
“Συνειδητοποίησα την περιθωριοποίηση αυτών των παιδιών.”
“Μα ήταν σαν να συνεργάζομαι με συμμαθητές μου.”
“Χάρηκα που έμαθα ότι έχουν σεξουαλική ζωή.”
“Κατάλαβα πως είμαστε όλοι ίσοι.”
“Δεν κατάλαβα την διαφορά μεταξύ ενός «κανονικού» παιδιού και ενός με αναπηρία.”
“Ακούμε την ίδια μουσική!”
“Λίγες οι διαφορές, πολλά τα κοινά.”
“Στην αρχή ένιωθα αμηχανία και δισταγμό. Δεν ήξερα τι να κάνω. Στην πορεία ο φόβος νικήθηκε, έγινε αγάπη.”
“Κατάλαβα ότι η αναπηρία δεν είναι κάτι κακό ή κάτι που πρέπει να φοβόμαστε.”
Τέλος η κα Λιάπη περιγράφει ένα περιστατικό από σχολική εκδρομή.
«Σε μια εκδρομή που διοργάνωνε ο σύλλογος γονέων του σχολείου, με το οποίο συστεγαζόμαστε συμμετείχε και ένας μαθητής του δικού μας σχολείου, ο οποίος όταν χαίρεται βγάζει άναρθρες κραυγές, κάτι το οποίο γνωρίζουν όλοι οι μαθητές του συστεγαζόμενου. Στην εκδρομή συμμετείχαν και μαθητές από άλλα σχολεία . Την ώρα του φαγητού ο μαθητής μας ξεκίνησε να «ουρλιάζει» και τα άλλα παιδάκια φοβήθηκαν και τότε πετάχτηκε μια μικρή και είπε, «Μην φοβάστε καλέ. Κάνει έτσι γιατί χαίρεται που θα φάει». Κάθισε δίπλα του και έφαγαν μαζί. Μου έκανε εντύπωση το ότι ένα παιδί πρώτης δημοτικού διαχειρίστηκε την κατάσταση και έγινε παράδειγμα για να μην φοβούνται οι άλλοι.
Μερικά ερωτήματα για το τέλος…
Μήπως τελικά τα παιδιά δεν είναι σκληρά αλλά απλώς περίεργα και ειλικρινή και ανεπαρκώς πληροφορημένα; Μήπως τα επεισόδια εκφοβισμού στα σχολεία αντανακλούν την ανικανότητα της κοινωνίας των ενηλίκων να διαχειριστεί τον φόβο και την άγνοιά της απέναντι στο διαφορετικό; Η καλοσύνη των παιδιών μπορεί να είναι για εμάς δάσκαλος. Και όταν τα βλέπουμε να συμπεριφέρονται με λεκτική ή σωματική βία, να περιθωριοποιούν ή να στιγματίζουν, ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε τα δικά μας λάθη…
(γράφτηκε το 2017)