ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΙΖΑ
Οι καιροί άλλαξαν και τώρα μεγαλύτερη αξία έχει πάλι ο χρυσός. Κι εγώ άφησα τη μίζερη δουλειά μου σε μια οικογενειακή επιχείρηση, η οποία σύντομα θα κλείσει και έπιασα δουλειά σε ένα κοσμηματοπωλείο, το οποίο κι αυτό θα κινδύνευε να κλείσει αν δεν έρχονταν κάθε μέρα άνθρωποι να πουλάνε τα χρυσά τους κοσμήματα για πολύ λιγότερα χρήματα της αξίας τους.
Δεν μου αρέσει η δουλειά αλλά δεν ξέρω κάποιον, του οποίου να του αρέσει η δουλειά του και σήμερα αν έχεις δουλειά θεωρείσαι προνομιούχος. Δεν μου είναι όμως δυσάρεστη. Μου αρέσει που έρχομαι σε επαφή με κόσμο, αν και όλοι οι άνθρωποι που έρχονται και πουλάνε τα κοσμήματά τους είναι πολύ, πολύ θλιμμένοι. Κάποιοι δείχνουν πως έχουν φτάσει στα όρια της απόγνωσης και με κοιτάζουν σαν να περιμένουν να τους σώσω, όταν τα ζυγίζω.
Μεγάλωσα μέσα στην φτώχεια και η αλήθεια είναι ότι τώρα που όλοι φτωχαίνουν, εγώ καταφέρνω να έχω ένα μέσο επίπεδο ζωής μιας και δεν έχω υποχρεώσεις και μου αρέσει η λιτότητα. Πιστεύω ότι η φτώχεια δεν είναι η υπέρτατη δυστυχία, αν και μπορεί να γίνει πολύ δυσάρεστη. Όπως και να έχει προσπαθώ να εμψυχώσω όλους αυτούς τους απελπισμένους που νομίζουν ότι χωρίς τα τελευταία τους κοσμήματα τελείωσε και η τελευταία τους ελπίδα. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι ελπίδες στη ζωή δεν πρέπει να τελειώνουν ποτέ, αν κινούνται σε λογικά πλαίσια. Ο σκοπός όμως αυτής της αφήγησης δεν είναι σίγουρα να εκφράσω τη φιλοσοφία, που σας ξαναλέω, με πολλή φτώχεια απέκτησα. Είναι η διήγηση μιας συνάντησης με μια γυναίκα που αγαπούσα και δεν το ήξερα, που τη θυμόμουν, αν και την είχα ξεχάσει, που με στιγμάτισε πολλές δεκαετίες πριν, πριν καν γίνω άντρας. Ας ξεκινήσω από το πώς την ξαναείδα.
Ήταν μια συνηθισμένη Δευτέρα, από αυτές που εύχεσαι να έρθει γρήγορα η Παρασκευή για να κάνεις κάτι το Σαββατοκύριακο, αν και δεν πρόκειται να το κάνεις. Κοινώς πλήξη, δεν πάτησε άνθρωπος στο κοσμηματοπωλείο, μόνο ένα κορίτσι ήρθε και με ρώτησε πόση αξία έχουν πέντε χρυσές λίρες και από το ύφος της κατάλαβα ότι χρειαζόταν περισσότερα. Εγώ για να καταπολεμήσω την ανία μου άκουγα κλασική μουσική σε έναν διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό και το μυαλό μου ταξίδευε σε μέρη άγνωστα και ξεχασμένα και η ψυχή μου χαιρόταν χωρίς σκέψεις. Τότε εκεί που σχεδόν είχα ξεχάσει πού βρισκόμουν ακούγοντας Μότσαρτ ή Μπετόβεν, πάντα τους μπέρδευα, ακούστηκε το κουδουνάκι της πόρτας και μπήκε μέσα μια όμορφη, μα εμφανώς κουρασμένη κυρία περίπου στην ηλικία μου, δηλαδή πενήντα πέντε.
Προσπάθησε να μου χαμογελάσει, αλλά χαμόγελο δεν έβγαινε στα χείλη της και κούνησε απλά το κεφάλι. Τα μάτια της ήταν πράσινα και είχαν ένα απαλό βλέμμα, απαλό και ευάλωτο και μου θύμισαν ένα δάσος, στο οποίο βρέθηκα κάποτε. Μόνο πού δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιο ήταν αυτό το δάσος και πότε βρέθηκα εκεί. Η φωνή της ήταν σπασμένη και τα χέρια της αλαβάστρινα. Ήταν εμφανές ότι η οικονομική κρίση την είχε οδηγήσει μπροστά στη ζυγαριά μου και ότι κάποτε θα έμπαινε σε κοσμηματοπωλεία και θα αγόραζε διαμάντια χωρίς να ρωτάει τις τιμές τους. Έβγαλε έναν χρυσό σταυρό, που ειλικρινά, σας λέω με θάμπωσε. Ήταν ένας απλός σταυρός με μαύρα ζαφείρια, είχε κάτι, όμως, που με θάμπωσε, όπως και τα μάτια της γυναίκας. Αν ήμουν ρομαντικός ποιητής μπορεί να παρομοίαζα αυτά τα μάτια με σμαράγδια λαμπερά που τυφλώνουν. Με ρώτησε με χαμηλωμένα τα μάτια τι αξία έχει ο σταυρός. Όταν μου τον έδωσε για να τον ζυγίσω, τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν, σαν το σώμα μου κάτι να θυμήθηκε που εγώ αγνοούσα και αυτός ο σταυρός κάποτε να είχε ξαναπεράσει από τη ζωή μου. Και πίσω μας ακουγόταν ένα πιάνο που ήταν μάλλον Σοπέν.
Όσο ζύγιζα αυτόν τον παράξενο σταυρό που συμβόλιζε το δικό της οικονομικό μαρτύριο, με την άκρη του ματιού μου την είδα να κλείνει τα μάτια και να αφήνεται για λίγα λεπτά στη μουσική και τα χέρια της σαν να έπαιζαν πιάνο. Ξεχάστηκε και αναγκάστηκα να βήξω για να την επαναφέρω, αν και καθόλου δεν το ήθελα.
«Λοιπόν;», με ρώτησε.
«Θα πρέπει να ρωτήσω το αφεντικό μου, γιατί δεν ξέρω την αξία των ζαφειριών», της είπα και δεν πίστευα ότι το ξεστόμιζα αυτό. Ήθελα να την ξαναδώ.
«Τότε γιατί το ζυγίσατε;» ρώτησε δειλά.
«Από συνήθεια».
«Θα ξαναέρθω αύριο τέτοια ώρα»
«Δεν θα είναι εδώ το αφεντικό μου».
«Θα σας αφήσω τον σταυρό. Για κάποιο λόγο σας εμπιστεύομαι. Να τον προσέχετε, είναι ο βαφτιστικός μου».
Αυτά είπε κι έφυγε και όταν ξανάκουσα το κουδουνάκι της πόρτας στον ραδιοφωνικό σταθμό έβαλε το “Fur Elise” και τότε τραντάχτηκα ολόκληρος σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν ήταν δυνατόν να ήταν εκείνη. Με τα χέρια μου άρχισα να ψηλαφίζω τον σταυρό με κλειστά μάτια. Όταν η μνήμη ξυπνά, καλύτερα να κλείνουμε τα μάτια γιατί πολλές φορές δεν πιστεύουν αυτό που είναι ολοφάνερο μπροστά μας. Ναι, τα χέρια μου είχαν χαϊδέψει κάποτε αυτόν τον σταυρό στον παιδικό, λευκό λαιμό του πρώτου κοριτσιού που αγάπησα. Αυτά τα μάτια ήταν ένα δάσος που κάποτε με φιλοξένησε, όταν ήμουν μικρός, ορφανός από πατέρα, φτωχός κι απελπισμένος.
Να σας τα πω όσο μπορώ πιο σύντομα, γιατί ποτέ δεν μου άρεσε να θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Ένιωθα πάντα μια αόριστη ντροπή για αυτά. Αν κάτι πάντως αξίζει να θυμάμαι, είναι εκείνη και τα μάτια της και ο σταυρός της και τα χέρια της που έπαιζαν πιάνο και οι δίσκοι της με την κλασική μουσική. Τη γνώρισα σε ένα πλούσιο σπίτι, όπου η μητέρα μου δούλευε σαν οικονόμος και με είχε και μένα εκεί, στο δωμάτιο με τις υπηρέτριες. Μέχρι τα δεκατέσσερά μου δεν είχα βρεθεί σε σπίτι δικό μας, ζούσαμε σε σοφίτες ή υπόγεια αριστοκρατών, οι οποίοι μας φέρονταν συνήθως καλά. Η ζωή εκεί ήταν δύσκολη κυρίως για τη μητέρα μου, που τα βράδια έπεφτε κατάκοπη για ύπνο και ξυπνούσε από τα ξημερώματα και οι ώρες δεν της έφταναν για όλες αυτές τις δουλειές που την έβαζαν να οργανώνει.
Το κορίτσι με τα σμαραγδένια μάτια μια μέρα τρύπωσε στην κουζίνα και χώθηκε κάτω από τη φούστα της μητέρας μου που την ήξερε καλά. «Πήγαινε μέσα, της είπε αυστηρά η μητέρα μου. Θα σε μαλώσουν κι εσένα κι εμένα».
«Σσσς… νομίζουν ότι κοιμάμαι. Έτσι κι αλλιώς δεν μου δίνουν ποτέ σημασία και ούτε ξέρουν ποτέ τι κάνω. Μόνο όταν έχουμε επισκέπτες με φροντίζουν πολύ. Άσε με λίγο να παίξω εδώ.»
Ήταν εννιά χρόνων κι εγώ επτά και αυτά ήταν τα πρώτα της λόγια που άκουσα.
Από τότε γίναμε αχώριστοι, στα κλεφτά βέβαια. Ερχόταν στην κουζίνα και παίζαμε κυνηγητό κι έχω πολλές αναμνήσεις από εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια περίοδο που οι γονείς της έλειπαν και μια θεία της την πρόσεχε. Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε χάσει σχεδόν την ακοή της και ποτέ δεν μπορούσε να εντοπίσει την ανιψιά της. Εγώ χωνόμουν στο δωμάτιο της φίλης μου, το οποίο είχε πικ απ και πιάνο. Εγώ ο φτωχός, ο γιος της οικονόμου έμαθα την κλασική μουσική σε αυτό το όμορφο, κοριτσίστικο δωμάτιο, που μύριζε λουλούδια και τρυφερότητα και παιδική αγάπη. Η κλασική μουσική για μένα είχε πράσινο χρώμα, πράσινο σαν σμαράγδι, πράσινο σαν τα μάτια της. Τα μικρά της δαχτυλάκια εκείνο το χειμώνα, γιατί ένα χειμώνα μοιραστήκαμε μαζί, προσπαθούσαν να μάθουν το Fur Elise του Μπετόβεν. Είμαι σίγουρος πως αν τη στιγμή που έφευγε δεν ακουγόταν αυτό το τραγούδι για να θυμηθεί το σώμα μου ολάκερο το άγγιγμα του σταυρού ποτέ δεν θα τη θυμόμουν.
Όλη την υπόλοιπη μέρα προσπαθούσα να θυμηθώ το όνομά της αλλά μάταια. Γιατί λίγες φορές τη φώναξα με το όνομά της, ήταν μεγάλο και αριστοκρατικό, αλλά για μένα ξένο, για μένα ήταν πάντα η Ελίζα μου. Το αφεντικό μου πέρασε λίγο από το κατάστημα το βράδυ, επιβεβαίωσα ότι ο σταυρός άξιζε αρκετά γιατί ήταν σπάνια ζαφείρια και τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι στην προσπάθειά μου να αποφασίσω αν θα της αποκαλυπτόμουν την επόμενη ημέρα.
Καταρχήν, να σας πω ότι καθόλου δεν είμαι άντρας για ρομάντζα. Δεν ήμουν ποτέ και δεν σκοπεύω να γίνω, ειδικά σε αυτήν την ηλικία. Επίσης έχω τον τελευταίο χρόνο μια πεζή σχέση. Δεν είναι έρωτας, ίσως ούτε καν αγάπη, είναι όμως μια συντροφιά και ένα μοίρασμα χρόνου και δραστηριοτήτων γιατί πέρασα πολλά χρόνια μόνος σε κινηματογράφους και θέατρα και πολύ με κούρασε αυτή η συγκεκριμένη μοναξιά. Για να μην νομίζετε ότι κοροϊδεύω τη συγκεκριμένη κυρία, να σας πω ότι είναι σύζυγος καπετάνιου, αρκετά νεότερή μου. Είναι άτυπα χωρισμένη, οπότε καταλαβαίνετε ότι ο καθένας παίρνει κάτι περιορισμένο από αυτή τη σχέση και κάτι πολύ περιορισμένο δίνει. Αυτά για να καταλάβετε λίγο τη μοναξιά μου και την ερωτική μου ζωή. Ποτέ δεν ήμουν Καζανόβας και δεν έχω σκοπό να γίνω και αυτή τη γυναίκα, την Ελίζα μου, δεν θα ήθελα με τέτοιο σκοπό να την πλησιάσω. Τότε γιατί να μην της μιλήσω;
Αναρωτιόμουν αν έπρεπε να της μιλήσω γιατί δεν ήξερα αν θα με θυμόταν. Επίσης, φοβόμουν ότι θα ένιωθε άβολα και ας μην ξεχνάμε ότι ήρθε σε μένα για να ξεπουλήσει ίσως το τελευταίο της κόσμημα, άρα τα πλούτη της μάλλον είχαν χαθεί. Καθόλου ωραίο δεν είναι για έναν πλούσιο που φτωχαίνει, να συναντά κάποιον που τον θυμάται ακόμη πλούσιο. Αυτά σκεφτόμουν και άυπνος πήγα την άλλη μέρα στη δουλειά και περίμενα να ακούσω το καμπανάκι στην πόρτα, που θα χτυπούσε διαφορετικά αυτήν την Τρίτη. Ήμουν αποφασισμένος να πράξω όπως θα μου υπαγόρευε το ένστικτό μου. Και το μεσημέρι ήρθε. Έφερε μαζί της τα μάτια της και το δάσος της και τα χέρια της και τις μνήμες μου και το δυστυχισμένο παιδί που ήμουν κάποτε που για λίγες στιγμές έκανε τόσο ευτυχισμένο δίνοντάς του νότες και αγάπη και πιάνο και ομορφιά. Πήρα τον σταυρό στα χέρια μου και τα χέρια μου έτρεμαν και πάλι και η φωνή μου έτρεμε και πριν προλάβει να με ρωτήσει, έβαλα τον σταυρό στα χέρια της και της είπα «Ελίζα μου» κι εκείνη τραβήχτηκε απότομα και πάγωσε και με κοίταξε με έκπληξη και απορία.
Ήταν φοβισμένη και τότε εγώ άρχισα να της μιλάω και τα λόγια μου ήταν ένας χείμαρρος από το παρελθόν και κάποια στιγμή με θυμήθηκε και έκανε πίσω σαν να ντράπηκε για την εμφάνισή της, για την ηλικία και τη φτώχια της κι εγώ ήθελα να της φωνάξω πόσο όμορφη ήταν και πόσο την ευχαριστούσα που μου έμαθε τη χαρά της μουσικής σε μια ζωή γεμάτη στερήσεις. Ήμασταν και οι δυο βουρκωμένοι, της έδειξα μια καρέκλα και της είπα να καθίσει.
«Να μην σε καθυστερώ από τη δουλειά σου», είπε.
«Το αφεντικό μου λείπει και θα γυρίσει το βράδυ. Αν έρθει κάποιος, ας έρθει λίγο αργότερα», είπα και κατέβασα τα στόρια και κρέμασα την πινακίδα «Επιστρέφω αμέσως» κι εκείνη πάλι σαν να τινάχτηκε.
«Μίλησέ μου για σένα, μου είπε. Φύγατε ξαφνικά, μόλις που προλάβαμε να αποχαιρετιστούμε και το επόμενο φθινόπωρο με έστειλαν εσωτερική σε σχολείο. Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινες.»
«Είμαι αυτό που βλέπεις τώρα κι αυτό που θυμάσαι. Αυτό που ήμουν τότε δεν έχω πάψει ποτέ να το κουβαλάω…»
«Έναν χειμώνα περάσαμε μαζί και αυτόν μέχρι τα νεανικά μου χρόνια θυμόμουν ακούγοντας τον «Χειμώνα» από τις «Τέσσερις Εποχές» του Βιβάλντι. Μετά παντρεύτηκα. Ή μάλλον με πάντρεψαν…», είπε και σταμάτησε απότομα.
«Είσαι παντρεμένη;» η καρδιά μου λιγοψύχησε.
«Χωρισμένη».
Εγώ δεν είχα τίποτα να της πω για μένα. Η ζωή μου θα ακουγόταν τόσο βαρετή όσο όταν έπαιζα την ίδια νότα συνεχώς στο πιάνο της.
«Η μητέρα σου ζει;» με ρώτησε με κάποια αγωνία.
«Ναι».
«Την αγαπούσα πολύ ακόμη κι αν τη χάρηκα λίγο».
«Κι εκείνη το ίδιο. Μιλούσαμε για σένα χρόνια μετά. Έλεγε ότι πάντα μια κόρη σαν εσένα ονειρευόταν».
«Εσένα οι γονείς σου;»
Τα μάτια της έγιναν ένα παγωμένο δάσος και σχεδόν ντράπηκα για την ερώτησή μου.
«Σκοτώθηκαν σε ατύχημα λίγο μετά τον γάμο μου. Εκείνους ποτέ δεν πρόλαβα να τους χαρώ…»
«Ήταν καλοί άνθρωποι, έτσι έλεγε η μητέρα μου».
«Αλήθεια;»
«Αν δεν είχαν κάτι καλό μέσα τους, δεν θα είχες βγει εσύ τόσο καλή».
«Πώς το ξέρεις ότι είμαι τόσο καλή;»
«Για κάποιο λόγο σε εμπιστεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα.»
Χαμογέλασε. Για πρώτη φορά χαμογέλασε αλλά αυτό δεν μου έκανε εντύπωση γιατί ούτε το κορίτσι που ήξερα χαμογελούσε. Ήταν πάντα ένα θλιμμένο δάσος.
«Έχεις παιδιά;», με ρώτησε.
«Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Έχω μόνο τη μάνα μου.»
«Εγώ έχω μια κόρη. Σπουδάζει μουσική».
«Αυτό είναι υπέροχο».
«Καθόλου».
«Γιατί;»
«Γιατί δεν θα βρει δουλειά».
«Και ποιος βρίσκει δουλειά σήμερα στο αντικείμενό του ή δουλειά γενικώς; Τουλάχιστον θα έχει ανακαλύψει μια ομορφιά…»
«Λες;», μου είπε σαν να αναθάρρησε μετά από χρόνια.
«Λέω».
Και μετά συμπλήρωσα το εξής.
«Η ζωή δεν είναι να την παίρνεις και πολύ στα σοβαρά. Ας ζούμε με ό,τι όμορφο συναντούμε».
«Ίσως έχεις δίκιο. Εμένα τα χρήματα που είχαν οι γονείς μου και ο πρώην άντρας μου ποτέ δεν μου έδωσαν ευτυχία».
«Η κόρη σου μπορεί να είναι πιο ευτυχισμένη», ευχήθηκα με όλη την καρδιά μου.
«Μακάρι…», αναστέναξε η Ελίζα μου.
Εκείνη τη στιγμή κάτι έπαιζε στον διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό που δεν συγκράτησα γιατί η στιγμή ήταν ηλεκτρισμένη και πιο όμορφη από τη μουσική και πήγα να της χαϊδέψω το χέρι. Εκείνη ακόμη μια φορά τινάχτηκε και σηκώθηκε από την καρέκλα.
«Πρέπει να φύγω», είπε κάπως αναστατωμένη.
«Έλα πάλι αύριο για να σου πω για τα ζαφείρια», της είπα και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
«Εντάξει», είπε μόνο.
Πριν χτυπήσει το καμπανάκι της πόρτας, που είχε τα ρολά ακόμη κατεβασμένα, γύρισε και μου είπε κάτι που έδωσε ίσως για πρώτη φορά φτερά σε μια καρδιά που δεν είχε πετάξει ποτέ.
«Θα ήθελα να επισκεφθώ τη μητέρα σου. Θέλω να τη δω. Και θέλω να τη ρωτήσω για τους γονείς μου.»
«Όποτε θέλεις» της είπα προσπαθώντας να κρύψω το αμήχανο χαμόγελό μου.
«Θα τα πούμε αύριο», μου είπε.
Θα τα πούμε αύριο. Το ξέρω ότι είμαι μάλλον μεγάλος για να ονειρεύομαι, πάντως όταν μου τηλεφώνησε η νεαρή γυναίκα του καπετάνιου την απέφυγα ευγενικά κι εκείνη εκνευρίστηκε αλλά σίγουρα από εγωισμό. Αν κάτι θυμάμαι από εκείνον τον χειμώνα του Βιβάλντι είναι πως τότε ονειρευόμουν ότι την Ελίζα μου θα την παντρευόμουν κάποτε. Η μητέρα μου φρόντιζε πάντοτε να με επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητά λέγοντάς μου ότι ήταν πολύ πλούσια για μένα.
Θα τα πούμε αύριο.
(Το διήγημα γράφτηκε το 2011)