Γιασεμί

Φόρεσε το καινούριο του ρολόι. Μαύρο, στενόμακρο, ηλεκτρονικό, μπορούσε να μετρά τους παλμούς της καρδιάς του, τα χιλιόμετρα που διανύουν τα πόδια του, τις θερμίδες που καίει το σώμα του. Μπορούσε να τον ενημερώνει πότε είχε κλήση στο κινητό του τηλέφωνο ή και να μιλήσει μέσω αυτού σαν να ήταν κινητό τηλέφωνο.

Εκείνο το απόγευμα ήταν θλιμμένος. Ήταν το τελευταίο βράδυ των διακοπών του. Τον περίμενε η πόλη μα αυτός δεν ήθελε καθόλου να επιστρέψει. Η δουλειά του δεν πήγαινε καλά. Ποια δουλειά άραγε πήγαινε καλά μέσα στην πανδημία; Αυτό το φθινόπωρο ξεκινούσε δυσοίωνο, ήταν γεμάτο απειλές για έναν δύσκολο χειμώνα. Ήταν γεμάτο διχόνοια μα αυτήν πια την είχε αποδεχτεί. Είναι ό,τι πιο διαχρονικό μπορεί να βρει κανείς στην Ιστορία, ίσως το πιο μόνιμο χαρακτηριστικό του ανθρώπου από τότε που ξεκίνησε να ζει σε κοινωνίες.

Περπάτησε στο σοκάκι του νησιού όπου πέρασε έξι ωραίες καλοκαιρινές ημέρες. Τα τζιτζίκια σαν να μην ήθελαν να δεχτούν πως το καλοκαίρι τελείωνε. Τα αστέρια μακρινά και αδιάφορα όπως πάντα για όσα συμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων. Άλλωστε εδώ και πολύ καιρό οι άνθρωποι σταμάτησαν να τα κοιτάζουν και να τους στέλνουν ευχές, γιατί να νοιαστούν; Κοίταξε γύρω του. Κόσμος δεν υπήρχε πολύς, οι περισσότεροι παραθεριστές είχαν επιστρέψει την προηγούμενη εβδομάδα. Αναστέναξε ανακουφισμένος. Ζούσε σε μια εποχή όπου το πλήθος προκαλούσε ένα σφίξιμο στο στομάχι.

Κάποια στιγμή μύρισε γιασεμί. Ήταν δίπλα του, σε μια μεγάλη αυλή. Έκοψε ένα ανθάκι. Θυμήθηκε τον εαυτό του παιδί στο χωριό του παππού του. Πέρασε εκεί όλα του τα καλοκαίρια. Μαζί με έναν φίλο του κάθε βράδυ έκοβαν γιασεμί από μια αυλή και ρουφούσαν το νέκταρ του. Μια ανεπαίσθητη γλύκα στο στόμα του. “Μα πώς μπορείτε και τρώτε λουλούδια;”, τους έλεγε απορημένη η τρίτη της παρέας και το στόμα της έπαιρνε μια ξιπασμένη έκφραση. “Μην κόβετε το γιασεμί μου, παλιόπαιδα!”, ακουγόταν η φωνή της γυναίκας που είχε την αυλή. Αυτός κι ο φίλος του γελούσαν κι ύστερα έφευγαν τρέχοντας. Το κορίτσι τους ακολουθούσε κι ύστερα κάποια στιγμή οι τρεις τους σταματούσαν λαχανιασμένοι και δεν είχαν λόγια. Ίσως ήταν οι μόνες στιγμές στη ζωή του που είχε νιώσει τόση ευτυχία.

Τώρα ο παιδικός του φίλος είχε μπλέξει με κακές παρέες και τον απέφευγε. Το κορίτσι της παρέας είχε παντρευτεί, είχε κάνει δύο παιδιά και κάθε μέρα ανέβαζε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρθρα για τον θηλασμό. Δεν άντεχε να τους θυμάται με νοσταλγία. Όταν τους σκεφτόταν ήταν σαν κάποιος να είχε κλέψει κρυφά τη νύχτα ένα κομμάτι από μέσα του. Εκνευρισμένος προσπέρασε τα σπίτια με τις όμορφες αυλές και κατευθύνθηκε προς την παραλία.

Ο αέρας πήρε κάποια στιγμή το γιασεμί από το χέρι του. Εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν πως έπρεπε να ζητήσει μείωση ενοικίου από τον σπιτονοικοκύρη του. Το ρολόι του μετρούσε τους παλμούς και τα βήματά του. Μπορούσε να δει αυτές τις μετρήσεις στην οθόνη. Κάποιο άλλο αόρατο ρολόι μετρούσε τις παιδικές στιγμές που ξέχασε, τις ευχές που θα μπορούσε να κάνει, τις στιγμές ευτυχίας που έπρεπε να ψάξει πολύ τώρα για να ζήσει.

(Εικόνα: “Γιασεμί που ευωδιάζει το βράδυ”, Κατερίνα Τζωρτζακάκη)