Το χιόνι σε μια νότια, παραλιακή πόλη είναι κάτι σημαντικό. Ακόμη και κάποιος που ζει όλη του τη ζωή εκεί μπορεί να θυμηθεί μετρημένους χειμώνες στους οποίους το είδε στρωμένο.
Μια τέτοια φορά ήταν τον Φεβρουάριο του 2021. Ήταν από τις χειρότερες εβδομάδες της πανδημίας. Τα σχολεία είχαν κλείσει ξανά και οι επιστήμονες ονόμασαν την κακοκαιρία που θα ερχόταν, «Μήδεια». Ήταν λες και ήθελαν να ειρωνευτούν τους γονείς που υπέφεραν κλεισμένοι στα διαμερίσματα κοιτάζοντας τρομαγμένοι τις οθόνες, στις οποίες βυθίζονταν τα παιδιά τους αλλά και οι ίδιοι χωρίς να το καταλαβαίνουν. Νέοι άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους και οι μεγαλύτεροι στερούνταν την παιδική ηλικία των εγγονιών τους. «Για πόσο ακόμη θα αντέξουμε έτσι;», είχε αναρωτηθεί ανήσυχη μία γνωστή ψυχίατρος στο ραδιόφωνο περιγράφοντας μια εποχή μαζικής ψυχικής κατάρρευσης. Όμως εκείνο το πρωί στην παραλιακή μας πόλη χιόνισε.
Άνοιξα τα πατζούρια μηχανικά όπως κάθε πρωί έτοιμος να αντικρίσω ξανά την ανία της καραντίνας. Όταν αντίκρισα το στρωμένο χιόνι στα δέντρα, στα αυτοκίνητα, στον δρόμο άρχισα να ξεφωνίζω. Η γυναίκα μου τρόμαξε. Στο πάνω διαμέρισμα τα παιδιά χοροπηδούσαν και ξεφώνιζαν κι εκείνα. Εγώ έχω έναν γιο από τον πρώτο μου γάμο και τότε ζούσε σε άλλη πόλη. Κάθε χοροπηδητό των άλλων παιδιών ήταν για μένα σαν μαχαιριά όλον αυτόν τον καιρό που δεν μπορούσα να ταξιδέψω κοντά του. Όμως εκείνη τη μέρα τα γέλια των παιδιών του πάνω διαμερίσματος χάιδεψαν μια παιδική χορδή στη δική μου ψυχή. Το χιόνι σε μια παραλιακή πόλη πάντα σε αναγκάζει να ξεχάσεις τη λύπη σου. Είναι τόσο σπάνιο που σε κάνει να βρίσκεσαι ξαφνικά στο κεφάλαιο ενός βιβλίου που είχες διαβάσει παιδί και δεν το θυμόσουν. Χωρίς να πιω καφέ, άρχισα να ντύνομαι για να βγω.
«Πού πας; Θα γλιστρήσεις! Αυτό μας έλειπε μέσα στην πανδημία! Ούτε στο νοσοκομείο δεν θα μπορείς να πας!», μου είπε η γυναίκα μου κι εγώ αντί να της φωνάξω της χαμογέλασα.
«Πάω μια βόλτα», είπα και άρχισα να υπολογίζω πότε θα έκανα τη δουλειά που είχα για σήμερα. Το χιόνι σε μια παραλιακή πόλη σε αναγκάζει να αφήνεις για λίγο τις έγνοιες γιατί θα κρατήσει λίγο και μόνο στο τώρα μπορείς να το απολαύσεις.
Η αλήθεια είναι πως γλιστρούσε πολύ έξω. Βγαίνοντας είδα έναν νεαρό μπαμπά με έναν μάρσιππο. Ένα μωρό που θύμιζε μικροσκοπικό σκιέρ κοιτούσε έκθαμβο γύρω του.
« Προσέξτε, γλιστράει!», είπα στον νεαρό άντρα.
«Είναι τόσο όμορφα! Καλή βόλτα!», μου είπε η μητέρα του μωρού σαν μαγεμένη. Αποφάσισα πως κι αν γλιστρούσα δεν θα έπεφτα. Αποφάσισα να κρατήσω την ισορροπία μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα. Μια γάτα με μαύρο και πορτοκαλί τρίχωμα με κοίταξε τρομαγμένη. Στο τρίχωμά της είχε χιόνι κι όμως δεν φαινόταν να κρυώνει. Ύστερα έφυγε εντελώς αδιάφορη όπως φεύγουν συνήθως οι γάτες του δρόμου.
Στην παραλία δεν περνούσαν αυτοκίνητα και όλα ήταν λευκά. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν κι αυτοί ήταν ενθουσιασμένοι. Οι μάσκες και οι σκούφοι έκρυβαν τα πρόσωπά μας μα τα πρόσωπα ακτινοβολούσαν. Μια ατμόσφαιρα χαράς ήταν σαν να είχε διώξει τη θλίψη της γκρίζας πόλης μας. Είχαν βγει μόνο εκείνοι που μέσα στη μιζέρια δεν άντεχαν να μην μπουν στην ομορφιά της ζωής. Το χιόνι έπεφτε κι εγώ ένιωθα σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε ρωσικό διήγημα. Μια νέα γυναίκα με προσπέρασε κρατώντας τον γιο της από το χέρι. Κάποια στιγμή το παιδί σταμάτησε κι έμεινε πεισματικά ακίνητο. Ήταν ένα χαριτωμένο αγοράκι γύρω στα έξι με έξυπνα μάτια που έλαμπαν.
«Θέλω να κρατήσω το χιόνι, μαμά! Δεν θέλω να λιώσει!», έλεγε παρακλητικά.
«Εντάξει, θα το βάλουμε σε ένα μπολ στην κατάψυξη», του είπε η γυναίκα γελώντας και τον τράβηξε από το χέρι για να προχωρήσουν. Το βλέμμα της για μια στιγμή τριγύρισε στα ιστιοπλοϊκά κατάρτια κι ύστερα σαν να ξύπνησε ξαφνικά από εφηβική ονειροπόληση είπε στο αγόρι με σιγουριά να μην φοβάται.
Λίγα λεπτά μετά απομακρύνθηκαν και τους έχασα. Με έκπληξη τότε είδα τα βράχια χιονισμένα. Το νερό ήταν ακίνητο σαν να προσπαθούσε κι εκείνο να συλλάβει την ξαφνική μεταμόρφωση γύρω του.
Περπατούσα αποφασισμένος να μην πέσω και οι άνθρωποι που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν με έκαναν να σκέφτομαι την ανθρωπότητα που μέσα στην πανδημία παραπατούσε προσπαθώντας κάπου να σταθεί. Ύστερα ένιωσα τις κάλτσες μου βρεγμένες και σκέφτηκα τους άστεγους του λιμανιού. Πώς θα μπορούσαν να αντέξούν μια τέτοια μέρα; «Όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι για κάποιον, απλώς προσευχήσου», μου είχε πει κάποτε ένας άνθρωπος που μετά από χίλιες δυο τρικυμίες βρήκε παρηγοριά στον Θεό. Μετά από πολλή σκέψη κατέληξα πως όσο δύσκολο κι αν είναι να προσεύχεται κανείς αληθινά, είναι πολύ πιο επώδυνο και αλαζονικό να νομίζει πως σηκώνει το βάρος όλου του κόσμου πάνω του.
Η διάθεσή μου είχε χαλάσει αρκετά γιατί σκέφτηκα έναν γνωστό άστεγο της πόλης που καθόταν συνήθως έξω από ένα πολυκατάστημα βρώμικος και θλιμμένος. Αναρωτήθηκα αν θα ήταν καλά. Κάθε φορά που ψώνιζα σε αυτό το πολυκατάστημα, του έδινα μερικά κέρματα κι εκείνος με κοιτούσε σαν να του είχα δώσει όλον τον κόσμο. Ίσως επειδή τον κοιτούσα στα μάτια και του χαμογελούσα. Το πιο πιθανό, επειδή αυτά τα κέρματα θα έφταναν για να φάει εκείνη τη μέρα. Τα δάχτυλα των ποδιών μου είχαν παγώσει κι εγώ προχωρούσα προς το σπίτι άκεφος τώρα πια.
Λίγο πριν φτάσω στην πολυκατοικία όπου έμενα οι χιονισμένες νερατζιές ήταν τόσο όμορφες και δεν άντεξα να μην χαμογελάσω ξανά. Στην απέναντι πολυκατοικία κάποια παιδιά είχαν αφήσει έναν χιονάνθρωπο. Σκέφτηκα τον γιο μου που ήταν τόσο μακριά και ένιωσα έτοιμος να καταρρεύσω.
Όμως όταν χιονίζει σε μια παραλιακή πόλη δεν αντέχεις να μην νιώσεις ελπίδα. Είναι το μήνυμα της ζωής που σου λέει πως το απίθανο, το αναπάντεχο μπορεί να συμβεί εκεί που νιώθεις πως τελείωσαν όλοι οι δρόμοι. Είναι το μήνυμα της ζωής που σου λέει ότι εκείνη τελικά αποφασίζει για όλα κι εσύ δεν πρέπει να την πολεμάς. Εκείνο το πρωί η ζωή έβγαλε τα πινέλα της και ζωγράφισε με καθαρό λευκό ακόμη και τους πιο βρώμικους κάδους.
Κάτω από μια νερατζιά ένα μικρό, κόκκινο αυτοκίνητο, που με το χιόνι είχε γίνει σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι, περίμενε τον οδηγό του για να ξεκινήσει. Εγώ δεν μπορούσα με τίποτα να ξεχάσω εκείνο το μωρό στον μάρσιππο μπροστά στην κοιλιά του πατέρα του. «Όσο η αθωότητα γεννιέται ξανά και ξανά αυτός ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ καταδικασμένος», σκέφτηκα κι ύστερα σταμάτησα να σκέφτομαι. Με τις βρεγμένες μου κάλτσες, ακίνητος, κάτω από τις νιφάδες που χόρευαν προσευχήθηκα για τον άστεγο που συμπαθούσα τόσο. Στάθηκα έτσι για ώρα αποφασισμένος ακόμη κι αν γλιστρήσω να μην επιτρέψω σε καμία περίπτωση στον εαυτό μου να πέσει.