Χθες στο λεωφορείο το βλέμμα μου τράβηξε μια γυναίκα απέναντί μου, που κρατούσε ένα κομποσκοίνι. Τα δάχτυλά της χάιδευαν τον κάθε κόμπο και είχε κλείσει τα μάτια. Αναρωτήθηκα αν προσευχόταν. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινής προσευχή από αυτήν που γίνεται στο πιο παράταιρο μέρος. Οι γεμάτες εκκλησίες πάντα με έκαναν να νιώθω δυσάρεστα. Η ουσία της προσευχής ενέχει την ελευθερία. Το ημερολόγιο δεν μπορεί να σου υπαγορεύσει πότε θα προσευχηθείς. Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν καλά ενσωματωμένοι στις εθιμοτυπίες της εκκλησίας και δεν έχω τίποτα να πω γι’ αυτό. Χθες ένιωσα πως οι ευχές εκείνης της θλιμμένης γυναίκας μέσα στο λεωφορείο, μέσα στην αδιάφορη, γκρίζα πόλη ίσως είχαν κάποια ελπίδα να φτάσουν τον Θεό.
Αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί τα πρόσωπα στα λεωφορεία είναι τόσο θλιμμένα. Κάποιοι κοιτούσαν τα κινητά τους κι εγώ άκουγα μουσική παρατηρώντας τη γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν λευκά σε πολλά σημεία, φορούσε πρόχειρα ρούχα μα μέσα στην παραμέληση της εμφάνισής της αχνά διακρίνονταν δυο πολύ όμορφα πράσινα μάτια. Έσφιγγε το κομποσκοίνι στην παλάμη της κι έκλεινε τα μάτια σαν να αφηνόταν σε κάτι που ήταν πολύ έξω από εκείνη, έξω από το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν.
Ο Νίτσε έγραψε πως ο Θεός πέθανε τον προηγούμενο αιώνα. Για τον Σίγκμουντ Φρόιντ η θρησκεία είναι μια μορφή νεύρωσης, μια ψευδαίσθηση. Πρόσφατα διάβασα στο βιβλίο ενός σύγχρονου ψυχαναλυτή, του Μάσιμο Ρεκαλκάτι, πως κάποτε η προσευχή ήταν σαν αναπνοή κι αυτό βοηθούσε τους ανθρώπους. Τώρα νιώθουμε πως είμαστε εμείς υπεύθυνοι για όλα, πως μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα, πως μπορούμε να τα έχουμε όλα. Ο σύγχρονος άνθρωπος καταναλώνει αχόρταγα, θέλει να είναι ένας μικρός θεός, πιο όμορφος από τους άλλους, πιο πλούσιος, με σπίτια, αυτοκίνητα, ρούχα, αξεσουάρ και όμορφα, ταλαντούχα παιδιά που επιδεικνύει σαν αντικείμενα. Θέλει να ξεχωρίζει και να θαυμάζεται. Ο σύγχρονος άνθρωπος σπουδάζει και δημιουργεί ασταμάτητα. Θέλει να νιώθει πιο έξυπνος, πιο ικανός από τους άλλους, θέλει να προσφέρει καινοτομίες στον κόσμο για να τον θυμούνται. Θέλει να απαλύνει το άγχος του θανάτου γιατί νομίζει πως αν έχει αφήσει έργο πίσω του, αυτό θα έχει κάποια διαφορά, όταν δεν θα βρίσκεται πια σε αυτόν τον κόσμο. Ο σύγχρονος άνθρωπος αρρωσταίνει γιατί κάποια στιγμή καταλαβαίνει πως δεν θα μείνει νέος, όμορφος για πάντα, τα παιδιά του δεν είναι όπως ακριβώς είχε επιθυμήσει, κάποια στιγμή τα εγχειρήματά του αποτυγχάνουν, κάποια στιγμή ο κόσμος αδιαφορεί για αυτόν, κάποια στιγμή τα χρήματα χάνονται, κάποια στιγμή εγκαταλείπεται από ανθρώπους ή κι από τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν ξέρω γιατί αυτές οι σκέψεις συνοδεύουν την εικόνα της γυναίκας που προσευχόταν στο λεωφορείο. Οι σκέψεις μου για τον Θεό είναι πάντα μπερδεμένες. Η προσευχή, όμως, είναι σαν ένα αεράκι που έρχεται να πάρει από πάνω σου το βάρος για όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου. Ναι, με τα χέρια μας φτιάχνουμε το μέλλον μας αλλά πάντα θα έρθει κάτι σε αυτό το μέλλον που δεν το περιμέναμε. Η απροσδόκητη χαρά που φέρνει η ζωή είναι πολύτιμη και τα απροσδόκητα εμπόδια μας κάνουν ταπεινούς και μας μαθαίνουν. Αν ήμασταν θεοί, αν μπορούσαμε να ζήσουμε ακριβώς όπως επιθυμούμε και σχεδιάζουμε, όλα θα ήταν ανιαρά. Γι’ αυτό νομίζω πως η προσευχή ωφελεί, μας φέρνει σε επαφή με την ανήμπορη, ατελή ανθρώπινη φύση μας.
Ενώ ήμουν ακόμη στο λεωφορείο, κάποια στιγμή κοίταξα έξω από το παράθυρο την πόλη που ξυπνούσε. Το λεωφορείο σταμάτησε και όταν γύρισα το κεφάλι, η γυναίκα με το κομποσκοίνι κατέβαινε. Ένα όμορφο κορίτσι κάθισε στη θέση της. Η νεότητα στο πρόσωπό αυτής της κοπέλας έλαμπε όμορφα.
Εγώ τότε κοίταξα στον δρόμο. Σαν να περίμενα να δω τις προσευχές της γυναίκας, μπορεί να είχαν γίνει αέρας που ρίχνει τα φύλλα ή πουλιά που πετούν ψηλά. Σκέφτηκα βέβαια λίγο μετά πως η γυναίκα μπορεί να μην προσευχόταν. Μπορεί να έκλεινε τα μάτια της επειδή ήταν πολύ κουρασμένη ή να αναρωτιόταν τι φαγητό να μαγειρέψει το μεσημέρι. Στα τριάντα εννέα μου χρόνια έχω καταλάβει πια πως είναι μερικές φορές εμμονική η ανάγκη μου να βρίσκω στους ανθρώπους που συναντώ ιστορίες που δεν υπάρχουν.