Πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος και αυτό το καλοκαίρι ήταν σαν να μην τελείωνε. Πανδημία, εξουθενωτικοί καύσωνες και πυρκαγιές σε όλον τον κόσμο. Οι άνθρωποι παρόλα αυτά είχαν ανάγκη για διακοπές. Συνωστίζονταν στα πλοία και επιθυμούσαν ένα κοκτέιλ σε κάποιο μπαρ, έβριζαν αγνώστους στο διαδίκτυο το πρωί και το απόγευμα βύθιζαν τα πόδια τους στην άμμο και τα ξεχνούσαν όλα. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Θυμώνουν πολύ, ξεχνούν εύκολα, σκέφτονται πολύ τον εαυτό τους, καταστρέφουν τον πλανήτη, μισούν τους πολιτικούς και πιστεύουν πως τα παιδιά τους είναι οι καλύτεροι μαθητές και κάποια μέρα θα κάνουν μια σπουδαία καριέρα ως επιστήμονες κι εκείνοι θα έχουν επιτελέσει τον σκοπό τους.
Εκείνο το απόγευμα σε εκείνη την παραλία ένας νεαρός κοιτούσε επίμονα ένα κορίτσι. Δεν ήταν το σώμα της που είχε τραβήξει την προσοχή του. Οι οθόνες είναι γεμάτες γυμνά γυναικεία σώματα, με το πάτημα ενός πλήκτρου μπορεί κανείς να δει τα πάντα. Ένα ολόκληρο γυμνό γυναικείο σώμα δεν ξεσηκώνει σήμερα έναν άντρα όσο άλλοτε ο αστράγαλος μιας δεσποινίδας με μακριά φούστα, είχε σκεφτεί ο νεαρός, όταν είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο μια τέτοια περιγραφή από έναν συγγραφέα που έζησε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Δεν ήταν το σώμα λοιπόν αυτής της δεσποινίδος που έκανε τον νεαρό να μην παίρνει τα μάτια του από πάνω της. Ήταν κάποιες ατίθασες τούφες στο μέτωπό της που είχαν ξεφύγει από έναν πιασμένο βιαστικά κότσο. Ήταν τόσο ατίθασες σαν παιδιά που αρνούνται να κάνουν μάθημα στο πιο αυστηρό σχολείο. Ήταν κατσαρές, ξανθωπές τούφες που έκαναν τη δική τους επανάσταση. Το κορίτσι με τα δάχτυλά του άγγιζε τις τούφες ενοχλημένο, προσπαθούσε να τις στριμώξει στο υπόλοιπο δεμένο κεφάλι, όμως, εκείνες επανέρχονταν σαν σκανταλιάρικα ελατήρια, σαν ενοχλητικοί ταραξίες, σαν εκνευριστικοί φίλοι που σε φωνάζουν να πας εκδρομή, όταν εσύ έχεις κατάθλιψη.
Ο νεαρός κοιτούσε τις τούφες και το μυαλό του ταξίδευε όπως ταξιδεύουν τα εφηβικά μυαλά, όπως ταξιδεύουν τα μυαλά όλων των ανθρώπων που παραμένουν έφηβοι για πάντα. Νευρικά, φευγαλέα, εκνευρισμένα μυαλά που διαρκώς αποζητούν κάτι γιατί αυτό που υπάρχει γύρω τους είναι τόσο λίγο και τόσο λάθος.
«Έλα να κάνουμε μια επανάσταση μαζί», ήθελε να πει ο νεαρός στο κορίτσι που σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του, έδιωξε τις ενοχλητικές τούφες και βούτηξε στη θάλασσα. Λίγα λεπτά μετά το κορίτσι είχε χαθεί ανάμεσα στους παραθεριστές του Δεκαπενταύγουστου, ανάμεσα σε όσους είχαν τόση ανάγκη να ξεκουραστούν και να διασκεδάσουν για λίγο, να ξεχάσουν τις συμφορές του καλοκαιριού και τη φθορά των σωμάτων τους, των σχέσεων τους, της σκέψης και των ονείρων τους.
Ο νεαρός έβγαλε από το σακίδιό του ένα σημειωματάριό του και σημείωσε μια φράση για τις τούφες που τόσο τον είχαν κάνει να σαστίσει. Θα τη στρίμωχνε σε κάποιο ποίημα ή κάποιο διήγημα. Κι η επανάστασή του θα χανόταν σίγουρα κάποια στιγμή μέσα στη φθορά που αγκάλιαζε θανάσιμα αυτόν τον κόσμο. Αυτόν τον κόσμο των θυμωμένων ανθρώπων που έβριζαν ο ένας τον άλλον στο διαδίκτυο, εκείνων που αύριο θα γιόρταζαν τον Δεκαπενταύγουστο με ευλάβεια στις εκκλησίες και θα συνέχιζαν να δηλητηριάζουν τον πλανήτη με τον τρόπο ζωής τους.
Η φράση του νεαρού για τις μπούκλες θα χανόταν, όπως χάθηκε το κορίτσι που θαύμασε μέσα στη θάλασσα ανάμεσα σε αγνώστους, ανάμεσα σε παράπονα για τον σερβιτόρο που άργησε να φέρει τον καφέ στην ξαπλώστρα, ανάμεσα στην άμμο που τσούζει τα μάτια σου, ανάμεσα στον κόσμο που ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί φτιάχνουμε.
(εικόνα: “Young Woman on the Beach”, 1896, Edvard Munch)