Όταν βρέθηκα στη λίμνη, ήταν σαν να πάγωσε για λίγο ο χρόνος. Το νερό ήταν εντελώς ακίνητο και καθαρό και η ησυχία απλωνόταν σαν βάλσαμο σε πονεμένη ψυχή. Μόνο κάποιο κελάηδισμα ακουγόταν. Τα λόγια είναι υπερεκτιμημένα, η φασαρία το ίδιο. Ζούμε χωρίς ησυχία. Μιλάμε ακατάπαυστα, τρέχουμε για να γεμίσουμε τη μέρα σαν να μας κυνηγάει κάποιος ληστής που θα κλέψει τη ζωή μας.
Στη λίμνη, όμως, όλα ήταν αλλιώς. Κανείς δεν έτρεχε και κανείς δεν μιλούσε. Μπορούσες να υπάρχεις χωρίς σκέψη, χωρίς καν συναίσθημα, ακίνητος σε παγωμένο χρόνο και χωρίς ενοχές για την έλλειψη αυτή της δραστηριότητας. Αυτή η ομορφιά της ακινησίας σου έκοβε την ανάσα.
Και κάποια στιγμή στη λίμνη ήρθαν δυο οικογένειες. Διατάραξαν τη γαλήνη σαν να έκοβαν ξαφνικά με μαχαίρι κάτι που ήταν απόλυτα πλήρες. Είχαν μαζί τους ένα σκυλί. Το έδεσαν σε ένα δέντρο. Κάθισαν κάτω με τους καφέδες τους και άρχισαν να μιλούν.
Τα παιδιά άρχισαν να πετάνε βότσαλα στη λίμνη. Λίγο μετά πήραν κλαδιά και άρχισαν να χαράζουν τα νερά. Οι γονείς τους δίπλα στο δεμένο σκυλί μιλούσαν δυνατά. Έλεγαν για την πανδημία, ήταν λόγια που ακούμε, που λέμε ξανά και ξανά σαν να μας έχει γίνει συνήθεια. Οι λέξεις τους έπεφταν παράταιρες, σχεδόν βάρβαρες. Κάποιες φορές γελούσαν δυνατά. Τα χάρτινα κύπελα με τους καφέδες είχαν φέρει την πόλη, τη φασαρία της και την ασέβειά της ξανά κοντά μου.
Η λίμνη με κοιτούσε ακίνητη, όμορφη σταθερή. Το κελάηδισμα των πουλιών συνεχιζόταν. Αναρωτήθηκα γιατί μιλάμε τόσο πολύ, γιατί κάθε μέρα τρέχουμε για να γεμίσουμε τη μέρα σαν να μας κυνηγάει ένας ληστής έτοιμος να κλέψει τη ζωή μας.