TZAMAΪΚΑ

(Εικόνα : Claude Monet: The Studio Boat)

Κάθισα στο μπαλκόνι του σπιτιού της γιαγιάς μου, όπως έκανα με τις ώρες, όταν ήμουν έφηβη. Στο κινητό δεν είχε σήμα κι έβαλα ραδιόφωνο. Είναι ωραίο να ακούς ακόμη ραδιόφωνο. Τραγούδια που δεν περιμένεις, που δεν ήξερες ή που κάποτε αγάπησες πολύ ξεπετάγονται ξαφνικά μπροστά σου ξυπνώντας το απρόσμενο. Έτσι ξαφνικά έπαιξε το «Τζαμάικα».

Θα ήμουν τριών ή τεσσάρων χρόνων, όταν άκουγα συγκλονισμένη αυτό το τραγούδι. Δεν ήξερα τι ήταν η Τζαμάικα και μάλλον φανταζόμουν πως ήταν κάποιο μαγικό αντικείμενο ή μια νεράιδα. Ούτε ήξερα φυσικά τι εννοεί ένας άντρας, όταν λέει σε κάποια ότι «έγινε μια βραδιά καραβοκύρης της». Ουδεμία σημασία είχε η παιδική μου άγνοια και ουδεμία σημασία έχει ακόμη. Κάποτε ένας ξάδερφος που είχα να δω πολλά χρόνια μου είπε πως μάζευε χρήματα για να πάει στη Τζαμάικα. Τον είχα κοιτάξει απορημένη και είχα νιώσει έκπληξη και θαυμασμό. Δεν ξέρω αν κατάφερε να πάει, μου φαίνεται πάντως ακόμη εντυπωσιακό που το ονειρεύτηκε.

Μερικές φορές έχω τη διεστραμμένη φαντασίωση ότι γίνομαι δικτάτορας και επιβάλω στους ανθρώπους αυτό που θεωρώ ότι θα τους κάνει καλό. Θα ανάγκαζα λοιπόν τους πολίτες μου να πηγαίνουν μια φορά τον χρόνο και να μένουν για ώρα μόνοι τους σε κάποιο μέρος που αγαπούσαν, όταν ήταν παιδιά. «Απαγορεύεται να ξεχνάτε τα παιδικά σας όνειρα», θα έγραφαν οι ταμπέλες των υπουργείων μου.

Έτσι αποφάσισα να ρωτάω τους ανθρώπους ποια ήταν τα παιδικά τους όνειρα. Χθες άκουσα πολύ ωραίες απαντήσεις, όπως «να παίξω σε μιούζικαλ» και «αλεξιπτωτιστής». Αναρωτιέμαι γιατί μιλάμε με τις ώρες για τα κιλά μας και για τους ανθρώπους που μας ενοχλούν αδιάκοπα και όχι για τις πρώτες μας, αφελείς και υπέροχες επιθυμίες.

Δεν θα γίνω ποτέ δικτάτορας, θα ήταν σίγουρα μια αποτυχία οι νόμοι που φαντάζομαι. Και η Τζαμάικα είναι ένα νησί, στο οποίο σκότωσαν τους Ιθαγενείς οι άντρες του Χριστόφορου Κολόμβου. Όταν έγινε αποικία της Βρετανίας, εισήγαγαν εκεί δούλους από την Αφρική για να δουλέψουν στις φυτείες ζάχαρης. Ήταν καλύτερα, όταν τη φανταζόμουν σαν ένα χρωματιστό αντικείμενο, σαν αλλόκοτη φυσαρμόνικα, σαν μπαλόνι που χοροπηδά στη θάλασσα ή σαν ένα κορίτσι που αποφασίζει να ταξιδέψει έχοντας στην τσέπη της μόνο τρεις καραμέλες. Είναι πολύ καλύτερα πάντα όταν δεν ξέρεις κι όταν ονειρεύεσαι κι ίσως γι’ αυτό αντί να θυμόμαστε τα αθώα μας παιδικά όνειρα, προτιμάμε να μιλάμε για τα νύχια μας, τους ανέντιμους πολιτικούς ή για τους ανθρώπους που διαρκώς μας ενοχλούν. Είναι τρομακτικά κουραστικό να ξέρεις και ακόμη να ονειρεύεσαι.