Οι αγαπημένες βραδιές του ποιητή ήταν οι βραδιές στη βεράντα στα τέλη του καλοκαιριού, όταν αποχαιρετούσε το καλοκαίρι. Η αλήθεια είναι πως όταν κάτι είναι έτοιμο να φύγει, γίνεται ξαφνικά συναρπαστικό και πολύτιμο. Το αυγουστιάτικο στρογγυλό φεγγάρι είναι πάντα σαν απροσδόκητη παρέα. Εκείνη τη στιγμή που θα περιγράψουμε ο ποιητής σκεφτόταν το φθινόπωρο σαν ένα σταυροδρόμι. Κανείς δεν ήξερε πώς θα ήταν το μέλλον. Οι δρόμοι ανοίγονταν στο μυαλό του με την ευκολία που προσφέρει η ονειροπόληση. Τι κι αν η ζωή κλείνει δρόμους, ένας ποιητής είναι πάντοτε υποχρεωμένος να ταξιδεύει ατελείωτα χαμένος στις σκέψεις του και μαγεμένος από ξαφνικές εικόνες, που κανείς άλλος δεν προσέχει. Εκείνο το βράδυ κάποια ζευγάρια θα μάλωναν και κάποιες μητέρες θα έκλαιγαν κουρασμένες. Οι δημοσιογράφοι στις ειδήσεις θα είχαν ανήσυχο ύφος και κάποιοι ερωτευμένοι θα περπατούσαν χέρι-χέρι σε κάποια παραλία. Τα παιδιά θα σκέφτονταν με τρόμο πως σύντομα θα άνοιγε το σχολείο. Ο ποιητής δεν ανήκε σε καμία από αυτές τις κατηγορίες. Ήταν όπως συνήθως μόνος του και χαμένος στις σκέψεις του.
Τα σύννεφα έδιναν κάθε δευτερόλεπτο μια άλλη μορφή στο στρογγυλό φεγγάρι. Έμοιαζε με αλλόκοτα πρόσωπα που εναλλάσσονταν γρήγορα μα κάποιες στιγμές αποκαλυπτόταν ολόκληρο, φωτεινό, σαν βασιλιάς που επιτέλους αποφασίζει να κυβερνήσει. Το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω στα ηλεκτρικά καλώδια. Για ένα δευτερόλεπτο μονάχα ο ποιητής νόμισε πως είδε έναν φωτεινό κόσμο να ακροβατεί στο σκοτάδι. Ήταν το δικό του φως που ακροβατούσε στο δικό του σκοτάδι ή ήταν ο κόσμος γύρω του που προσπαθούσε μάταια να γίνει καλύτερος; Κανείς δεν θα μπορούσε να ξέρει. Ούτε καν το φεγγάρι που σε λίγα δευτερόλεπτα άλλαξε πάλι μορφή σαν μωρό που κάθε μέρα μεγαλώνει.