Λόγω της πανδημίας κατέφυγα στο εξοχικό μου. Ανήκω στις ευπαθείς ομάδες χάρη σε ένα πρόβλημα στην καρδιά μου. Η δουλειά μου έτσι κι αλλιώς δεν πήγαινε καλά και μπορώ να διευθετώ ό,τι χρειάζεται μέσω διαδικτύου. Η πόλη έχει γίνει ένα επικίνδυνο τέρας έτοιμο να μας κατασπαράξει. Στο ένα κεφάλι το μετρό, στο άλλο οι δρόμοι με τις καφετέριες, στο άλλο οι παιδικές χαρές και τα κεφάλια δεν τελειώνουν. Ευτυχώς εγώ παιδιά δεν έχω οπότε τουλάχιστον για τις παιδικές χαρές δεν είχα δίλημμα. Δεν θα ήθελα να έχω αυτό το δίλημμα. Θεωρώ το παιχνίδι των παιδιών κάτι σχεδόν ιερό. Εγώ είμαι χωρισμένος και έχω συνηθίσει από καιρό τη μοναξιά μου, έχω μάθει να ζω με τον εαυτό μου και να τον αντέχω.
Από την μικρή κουζίνα του εξοχικού μου σπιτιού βλέπω ένα μικρό κομμάτι θάλασσας. Ο δρόμος που οδηγεί εκεί είναι γεμάτος δέντρα. Παλιότερα ένα μεγάλο κλαρί ενός δέντρου εμπόδιζε τη θέα μου. Πρόσφατα κλάδεψαν το δέντρο αυτό και τώρα μπορώ να απολαμβάνω ακόμη και ιστιοπλοϊκά σκάφη που βγήκαν για μικρές περιπέτειες. Σήμερα έχει νοτιά και τα κύματα έχουν φουσκώσει. Τα ιστιοπλοϊκά προχωρούν σαν μεθυσμένα. Τα δέντρα είναι αναστατωμένα, μου θυμίζουν γειτόνισσες που διαδίδουν τρομακτικές φήμες. Η υγρασία είναι αφόρητη. Εγώ κοιτάζω σαν χαμένος τα κύματα και αναρωτιέμαι τι μπορεί να ειπωθεί για αυτά που να μην έχει γραφτεί ήδη από κάποιο ποιητή. Σίγουρα η θάλασσα είναι μια αντανάκλαση της ψυχής μας. Σε αυτήν βλέπουμε τις ταραχές της καρδιάς μας και την ηρεμία που θα μπορούσαμε να έχουμε, αν το αποφασίζαμε. Κάτι τέτοιο είχε πει κάποτε η πρώην γυναίκα μου και τότε την είχα θαυμάσει πολύ. Είναι από τις λίγες στιγμές μας που δεν αμαυρώθηκαν από το επώδυνο και εξουθενωτικό διαζύγιο που ακολούθησε.
Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να εξαφανίσω από τη ζωή μου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον τελευταίο καιρό μου έφερναν εμετό. Χθες άρχισαν να διαμαρτύρονται επειδή για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής εκπομπής με μοντέλα φωτογράφισαν έναν άστεγο. Αναρωτήθηκα πόσοι από αυτούς τους έξαλλους ανθρώπους βοήθησαν ποτέ στη ζωή τους άστεγο ή έστω δεν τον προσπέρασαν αηδιασμένοι από την άσχημη μυρωδιά του. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι άρχισαν να νιώθουν πως βοηθούν πραγματικά τον κόσμο απλώς γράφοντας για αυτόν, ο κόσμος όχι μόνο δεν γίνεται καλύτερος αλλά είναι ακόμη πιο υποκριτικός.
Μερικές φορές νιώθω πως θα ήθελα να κάνω κάτι για αυτόν τον κόσμο. Είναι μικρές, αδιόρατες αναλαμπές αυτές οι στιγμές. Είναι σαν για λίγα δευτερόλεπτα να ετοιμάζω κοφτερά όπλα και να ετοιμάζομαι να ριχτώ σε μια μάχη με τεράστιους και αποτρόπαιους εχθρούς. Λίγο μετά τα όπλα έχουν εξανεμιστεί σαν να ήταν πάντοτε καπνός, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Κι εγώ τότε νιώθω μόνος και ανήμπορος. Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να συνειδητοποιούσαν πόσο μόνοι και ανήμποροι είναι στην ουσία τους, δεν θα είχαν τη δύναμη να σηκώνονται το πρωί, να δουλεύουν, να ερωτεύονται, να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και να πηγαίνουν μερικές φορές σε συναυλίες.
Ίσως σας φαίνονται μαύρες αυτές οι σκέψεις ωστόσο μην ανησυχείτε. Έχω απέναντί μου αυτό ένα μικρό κομμάτι θάλασσας. Έχω αποφασίσει να εστιάσω εκεί, τουλάχιστον όσο θα μένω εδώ. Τα τζιτζίκια δεν έχουν καταλάβει ακόμη πως έχει μπει το φθινόπωρο μα αυτό δεν με πειράζει. Είναι μια καλή παρέα στην ησυχία. Μόνος και ανήμπορος λοιπόν στην ουσία μου κάθε μέρα κοιτάζω τα ιστιοπλοϊκά σκάφη που βγαίνουν για νέες περιπέτειες και αναρωτιέμαι τι μπορεί να ειπωθεί για τη θάλασσα που δεν το έχει ήδη γράψει κάποιος ποιητής. Ελπίζω όταν θα τελειώσει η πανδημία να έχω σκεφτεί κάτι.
(Εικόνα: “Sailing Boat, Evening Effect”, Claude Monet)