Ο μικρός πειρατής

Βρέθηκα σε αυτό το λευκό εκκλησάκι για πρώτη φορά πολύ μικρός. Θυμάμαι πως τότε είχα μανία με τους πειρατές. Οι γονείς μου στέκονταν με κάποιους φίλους τους λίγο πιο πέρα. Εγώ από το μικρό προαύλιο κοιτούσα τη θάλασσα που ανοιγόταν μπροστά μου. Άκουγα τον ήχο του νερού και ήμουν σίγουρος πως το πειρατικό μου πλοίο είχε ξεκινήσει για μια φοβερή περιπέτεια. Η μικρότερη αδερφή μου παραπονιόταν όπως έκανε συχνά, όταν ήμασταν παιδιά. Εκεί σε αυτό το εκκλησάκι δεν με ενοχλούσαν καθόλου τα παράπονά της. Όταν η μητέρα μου με φώναξε για να φύγουμε, έβαλα τα κλάματα. Ένα παιδί νιώθει φρικτά, όταν διακόπτεται τόσο ξαφνικά το πειρατικό του ταξίδι.

Ακολούθησαν κάποιες επισκέψεις για τρεις βαφτίσεις κι έναν γάμο. Μέσα στους καλοντυμένους καλεσμένους το εκκλησάκι μου είχε τότε χάσει τη μαγεία του. Νόμιζα πως είχα γίνει κι εγώ ένας ενήλικας όπως αυτοί, με καλοσιδερωμένο πουκάμισο, χτενισμένα μαλλιά και σοβαρό ύφος. Μιλούσα για την επιχείρησή μου και κοιτούσα τα αέρινα φορέματα των γυναικών και τα ψηλά τους τακούνια. Υπήρχε μια πραγματικά παράταιρη αίσθηση σε αυτό το μέρος. Όσο παράταιρος ήμουν κι εγώ άλλωστε.

Πολλές φορές ένιωθα παράταιρος στην ενήλικη ζωή μου. Είχα πάντα φίλους και γνωστούς, ήμουν αγαπητός σε συγγενικούς και επαγγελματικούς κύκλους. Ωστόσο υπήρξαν φευγαλέες στιγμές που ένιωθα πως εγώ δεν ήμουν εγώ. Όσο καλά κι αν τα πήγαινα στη δουλειά μου ή στις ερωτικές μου σχέσεις υπήρξαν αρκετές φορές που σχεδόν ένιωθα να με κοιτάζει από μακριά ένα παιδί ντυμένο πειρατής. Με κοιτούσε παραπονεμένα, σαν να είχαν στεγνώσει μερικά δάκρυα στα μάτια του. Με κοιτούσε σαν να με κατηγορούσε επειδή διέκοψα απότομα κάποια στιγμή το πειρατικό του ταξίδι. Δεν ήταν φάντασμα, ούτε αληθινό παιδί. Ήταν απλώς το παιδί που υπήρξα κάποτε. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν το ρώτησα για τις μεγάλες αποφάσεις και τις σημαντικές επιλογές μου. Ακολούθησα τον δρόμο που ακολουθεί κανείς, όταν ενηλικιώνεται και αρχίζει να έχει τους στόχους που ορίζουν πάντα κάποιοι άλλοι. Η ζωή προχωρά και ποτέ δεν υπάρχει χρόνος για να αναρωτηθείς αν αυτά που κάνεις είναι αυτά που πραγματικά θέλεις.

Σήμερα λοιπόν βρέθηκα στο λευκό εκκλησάκι. Ήταν φρεσκοβαμμένο κι έδειχνε αναλλοίωτο όπως τα βράχια, όπως και η θάλασσα που βρίσκεται γύρω του. Μόνος μου εντελώς μπορούσα ξανά να δω τον μικρό πειρατή να με κοιτάζει. Αυτή τη φορά ήταν σαν να ήθελε να μου ζητήσει κάτι. Άκουγα μόνο τον γλυκό ήχο του νερού στα βράχια κι έκλεισα για λίγο τα μάτια. Θα ορκιζόμουν πως το λευκό προαύλιο έγινε ξανά πλοίο κι άρχισε να ταξιδεύει. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα μου. Δεν υπήρχαν στόχοι και σκέψεις για τη δουλειά μου. Δεν υπήρχε η κοινωνική αναταραχή, ο θυμός που ένιωθα τον τελευταίο καιρό παντού γύρω μου. Δεν υπήρχαν προβληματισμοί για το αν θα παντρευόμουν τελικά την κοπέλα με την οποία είχα μια καλή μακροχρόνια σχέση τα τελευταία χρόνια. Δεν υπήρχαν όνειρα για το σπίτι που θα αγοράζαμε, ούτε για το αν θα άλλαζα αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε φόβος για την παγκόσμια οικονομία ή την πανδημία που είχε σαρώσει τα πάντα εκείνη τη χρονιά, ούτε για τις μάσκες που αναγκαζόμουν να φοράω παντού και μου προκαλούσαν πονόλαιμο.

Ο μικρός πειρατής όλη αυτήν την ώρα στεκόταν απέναντί μου ακίνητος και νομίζω πως δειλά χαμογελούσε. Καταλάβαινα πως δεν ήθελε καθόλου να με ενοχλήσει. Ήθελε μόνο να μου θυμίσει ποιος ήταν. Ήθελε μόνο να μου θυμίσει ποιος ήμουν.