Δεν έγραφα ποτέ μου ημερολόγιο. Όταν ήμουν έφηβη, θεωρούσα πως είναι ανόητο να γράφεις απευθυνόμενος σε ένα σημειωματάριο ή ακόμη χειρότερα στον εαυτό σου. Εν έτει 2021 ο εαυτός μου είναι ο μόνος που μπορεί να με ακούσει. Προσπαθώ να τα πηγαίνω καλά μαζί του. Μόνο έτσι επιβιώνει κανείς σήμερα.
Τα πρωινά στην πλατεία η ζωή συγκεντρώνεται γύρω από το σιντριβάνι. Λίγα παιδιά με τους γονείς τους παραδίνονται στη χαρά της στιγμής αν και η παιδική χαρά έχει κλείσει εδώ και μήνες. Η εικόνα αποπνέει φρικτή εγκατάλειψη. Οι καρέκλες που έχουν αφήσει έξω από τις καφετέριες, άλλες ανάποδα κι άλλες όρθιες είναι σαν να φωνάζουν την απόγνωση. Κάποιοι ηλικιωμένοι ξεχνούν πως υπάρχει πανδημία. Κάθονται σε κάποιο τραπέζι με κατεβασμένες τις μάσκες και πίνουν καφέ ή καπνίζουν κανένα τσιγάρο. Αυτοσχέδιο καφενείο πάνω σε ωρολογιακή βόμβα. Αυτός ο καφές θα μπορούσε να κοστίσει και τη ζωή τους ακόμη κι όμως έχουν ανάγκη να πουν τα νέα τους. Ή δεν πιστεύουν στην επιστήμη. Δεν ξέρω αν έχει και πολλή σημασία. Δεν ξέρω τι έχει τελικά σημασία.
Τα καταστήματα κι αυτά κλειστά. Οι πωλήτριες έχουν βάλει στις κούκλες τα ανοιξιάτικα ρούχα. Φέτος θα είναι της μόδας το λευκό. Μα πραγματικά ποιος νοιάζεται; Εδώ και έναν χρόνο κυκλοφορούν φωτογραφίες με λευκές μάσκες, λευκές εντατικές και λευκούς, εξοντωμένους γιατρούς. Ανάμεσά τους μια κυρία που με τα λευκά της ρούχα γιορτάζει τη μόδα μου φαίνεται εντελώς παράταιρη. Στάθηκα για ώρα μπροστά σε μια βιτρίνα. Κάποτε είχα ένα σχεδόν ίδιο λευκό μπουφάν με αυτό που η καραφλή κούκλα φορούσε τόσο αδιάφορα μπροστά μου. Το χάρισα σε κάποια εκκλησία μα τώρα αν το είχα θα ήμουν ξανά της μόδας. Για πόσο ακόμη η μόδα θα σου υπαγορεύει ποιος είσαι, τι θα φοράς, τι θα λες και τι θα κάνεις; Αν κάποιος εξωγήινος μάς κοιτούσε με μεγεθυντικό φακό από τον Άρη θα ήταν σαν να έβλεπε πρόβατα που δεν ξέρουν πού πάνε. Και τα πρόβατα είναι λευκά σαν τα όμορφα ρούχα που φόρεσαν στις κούκλες των κλειστών καταστημάτων αυτήν την άνοιξη και σε λίγο καιρό θα οδηγηθούν στη σφαγή για να γιορτάσουμε το Πάσχα.
Περπάτησα πέρα από την πλατεία αν και αυτή η αίσθηση ζωής γύρω από το συντριβάνι με έκανε να νιώθω πως πρέπει να προσκολληθώ οπωσδήποτε σε κάτι. Όσο η ζωή εξατμίζεται μέσα στην ανία και τον φόβο της πανδημίας νιώθω πως έχουμε καθήκον να κρατήσουμε ό,τι παραμένει αναλλοίωτο. Ό,τι δεν θα φύγει σαν μόδα και δεν θα μας το υπαγορεύσει καμιά εποχή. Ίσως τη δύναμη της ψυχής των ανθρώπων που όσο υπάρχουν ανθρώπινα δεινά αντιτάσσεται πάντα.
Τελικά έφτασα σε ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο. Άλλη φορά δεν θα του έδινα σημασία μα τώρα με δέος κοίταξα τις παπαρούνες και τα κίτρινα κρινάκια που είχαν φυτρώσει μέσα στην πρασινάδα. Αυτή είναι η ζωή λοιπόν που ανθίζει στην έλλειψη και την απουσία. Που φυτρώνει μέσα στο τσιμένο κι όμως σχεδόν όλοι την προσπερνούν χαμένοι στις σκέψεις τους. Πάντα θα υπάρχει αυτό το κάτι που είναι πάνω από κάθε εποχή και μας τραβά προς τα πάνω. Δεν ξέρω αν είναι η ανθρωπιά, η ταπεινότητα, ο σεβασμός στο απρόβλεπτο, η σιωπή απέναντι σε όσα συμβαίνουν. Είναι αυτό που αποπνέει αυτό το οικόπεδο. Θα πρέπει να μείνει κάποιος για ώρα και να κοιτάξει με προσοχή μια κόκκινη παπαρούνα που φύτρωσε μέσα στην γκρίζα πόλη για να το καταλάβει.
Δεν έγραφα ποτέ μου ημερολόγιο. Το θεωρούσα ανόητη, κοριτσίτσικη συνήθεια κι όμως σε λίγο θα μιλάς στον καθρέφτη και θα περιμένεις απάντηση. Οπότε αν και πέρασαν δεκαετίες από τότε που ήμουν έφηβη τώρα, σε αυτήν την εποχή το θεωρώ σχεδόν απαραίτητο. Όταν το χάος επικρατεί σε όλον τον κόσμο και η ανθρωπότητα έχει τόσο κλονιστεί, οι σκέψεις πρέπει να τακτοποιούνται. Αν είναι αυτές σε τάξη, ξαφνικά όλα γύρω σου μοιάζουν εντάξει ακόμη και όταν περπατάς μέσα στο τρομερό 2021.