ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΟΣΑ ΖΟΥΜΕ: ΜΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟ

Άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο Taλκ

(ζωγραφιά που έκανε ένα κορίτσι πέντε ετών για την ιστορία του Αγγελούκου)

Πριν από έναν χρόνο, στην πρώτη καραντίνα, έγραψα μια μικρή ιστορία για μια πεντάχρονη, μικρή μου φίλη. Ήμασταν πολύ μουδιασμένοι με τον ξαφνικό εγκλεισμό και σκέφτηκα να της μιλήσω για όσα ζούμε στη γλώσσα των παιδιών. Η ιστορία μου λέγεται «Ο Αγγελούκος μένει κλεισμένος στον στάβλο» και περιγράφει τις αντιδράσεις ενός μικρού αλόγου, όταν ξαφνικά στην κοιλάδα όπου ζει ανακοινώνεται πως όλα τα ζώα πρέπει να μείνουν κλεισμένα στους στάβλους τους. Τον θυμό, τη λύπη, την απελπισία θα διαδεχτεί η αλληλεγγύη και η χαρά, όταν το τσοπανόσκυλο της περιοχής, ο Βάγγος, θα πάρει ένα μεγάφωνο και θα αρχίσει να απαγγέλει ιστορίες για να εμψυχώσει τα ζώα.

Έναν χρόνο μετά είμαστε ξανά για μήνες σε καραντίνα, πολύ πιο αποθαρρυμένοι, σε αναμονή μεγάλης οικονομικής κρίσης. Οι γονείς και τα παιδιά έχουν εξαντληθεί από την τηλεκπαίδευση. Αν πέρυσι κάποιοι έζησαν στην καραντίνα μια ίσως κι ευχάριστη ανάπαυλα, τώρα όλοι είμαστε βαθιά κλεισμένοι σε ένα τούνελ και αμφίβολο πότε θα δούμε το φως.

Μια ευχάριστη έκπληξη για μένα μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ήταν η εξής. Η παιδική ιστορία που έγραψα για τον εγκλεισμό ταξίδεψε και έφτασε σε σχολικές τάξεις. Η θεατρολόγος και φίλη, Αναστασία Σιαχάμη, δούλεψε την ιστορία σε τέσσερα σχολεία της επαρχίας, με 170 παιδιά πρώτης εώς τετάρτης δημοτικού διά ζώσης. Με την Αναστασία το 2018 είχαμε παρουσιάσει πρόταση στο συνέδριο του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα τη χρήση των ιστοριών και του θεατρικού παιχνιδιού στην εκπαίδευση.

Οι ιστορίες σε συνδυασμό με το θεατρικό παιχνίδι είναι ένας τρόπος για να μιλάμε στα παιδιά στη γλώσσα τους. Μέσα από φανταστικούς κόσμους μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους, να αφουγκραστούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, να τους δώσουμε χαρά και ελπίδα αλλά και να χώρο για να εκφράσουν ερωτήματα. Χρειάζεται πάντα να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στα παιδιά και όχι να ωραιοποιούμε τον κόσμο και τις καταστάσεις. Τα παιδιά ζουν ό,τι κι εμείς, η μόνη μας διαφορά είναι ότι τα ερωτήματά τους είναι περισσότερα. Χωρίς να τα φορτώνουμε με περιττές λεπτομέρειες ή να τα φοβίζουμε με καταστροφολογία εμείς οι ενήλικοι καλούμαστε να τα καθοδηγήσουμε στην πραγματικότητα.

Αν κάτι μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά όσο τίποτα είναι η δυνατότητα να είναι σε επαφή με τα συναισθήματά τους. Ποια ήταν τα συναισθήματα των παιδιών, όταν άκουσαν την ιστορία για τον εγκλεισμό;

Λύπη γιατί τα ζώα δεν μπορούσαν να βγουν και να τρέξουν αλλά και λύπη για τη στιγμή που έκλαψε ο Αγγελούκος. Είπαν πως παρά την καραντίνα περνούσαν πολλές ώρες σε ανοιχτούς χώρους, σε αυλές για παράδειγμα. Τους έλειπαν όμως οι επισκέψεις στην πόλη, στα μαγαζιά. Άλλο συναίσθημα ήταν ο θυμός απέναντι στον Δήμαρχο. Γέλασαν, όταν το αλογάκι τα έβαλε με τον Δήμαρχο, αν και μετά είπαν πως δεν ήταν καθόλου σωστό να τον αποκαλέσει «χαζό». Τέτοια σχόλια μας δείχνουν την αίσθηση ηθικής ή δικαίου που πολλές φορές έχουν τα παιδιά. Επίσης, ένιωσαν χαρά στην αρχή, όταν έτρεχαν ελεύθερα τα άλογα και στο τέλος, όταν υπήρξε επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε το συναίσθημα του φόβου.

Στα παιδιά αυτά άρεσε που στην ιστορία για τον εγκλεισμό υπήρχαν ζώα. Ζουν όλα στην επαρχία και είναι εξοικειωμένα με τα ζώα, κάποια έχουν και άλογα. Τους άρεσε επίσης η ελευθερία στην αρχή της ιστορίας και ο Βάγγος που έλεγε τις ιστορίες. Όταν η Αναστασία ρώτησε τα παιδιά πώς ήξερε ο Βάγγος τις ιστορίες, τα παιδιά έφτιαξαν «μια ιστορία μέσα στην ιστορία» παραθέτοντας τις δικές τους ιδέες. Για παράδειγμα, κάποιο είπε πως ο Βάγγος κάποτε είχε συναντήσει ένα τσακάλι που του είπε τις ιστορίες.

Τα παιδιά σχολίασαν την απουσία της μαμάς. Δεν τους άρεσε. Φαντάστηκαν διάφορους λόγους για αυτήν την απουσία. Για παράδειγμα, η μαμά μπορεί να είχε πεθάνει, να έφυγε επειδή χώρισε με τον μπαμπά, να είναι στην ιστορία και απλώς να μην την αναφέρει  η συγγραφέας. Επίσης, είπαν πως αν ήταν η μαμά εκεί, θα μπορούσε να παρηγορήσει καλύτερα τον Αγγελούκο. Ενώ ο μπαμπάς ήταν πιο κατάλληλος για να τον μαλώσει.

Και τι θα άλλαζαν στην ιστορία; Θα έβαζαν τη μαμά του Αγγελούκου ή θα του χάριζαν αδέρφια ώστε να μην είναι μόνος του. Επίσης, δεν θα τον άφηναν να κλάψει και θα τον έβαζαν να εκφράσει ο ίδιος τα παράπονά του στον Δήμαρχο.

Τα παιδιά συνέδεσαν την ιστορία με την πανδημία και αυτό είναι σημαντικό γιατί είχαν έτσι έναν ασφαλή χώρο για να εκφραστούν πάνω σε αυτό το δύσκολο θέμα. Μέσα από τα σχόλια των παιδιών για μια ιστορία μπορούμε να ανιχνεύουμε τις πεποιθήσεις τους. Για παράδειγμα, ήταν σαφές ότι τα περισσότερα θεωρούν πως ο ρόλος της μαμάς είναι πιο παρηγορητικός από ό,τι του πατέρα. Με αφορμή μια τέτοια συζήτηση μπορούμε να μάθουμε τι σκέφτονται τα παιδιά για την οικογένεια, το διαζύγιο, ακόμη και τον θάνατο χωρίς να τα αναστατώσουμε.

Μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις λοιπόν βλέπω ακόμη μια φορά πόσο σημαντικό είναι να χρησιμοποιούνται οι ιστορίες ως παιδαγωγικό εργαλείο στην τάξη. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και μαθητές τετάρτης δημοτικού χάρηκαν μια απλή ιστορία με ζωάκια, που απευθύνεται σε πιο μικρά παιδιά. Από την άλλη το θεατρικό παιχνίδι τους δίνει την ευκαιρία να εκτονωθούν σωματικά, να εκφραστούν και με το σώμα τους, να ψυχαγωγηθούν.

Μέσα από τις ιστορίες και το θεατρικό παιχνίδι ανοίγουμε έναν κόσμο στα παιδιά και ταυτόχρονα μπαίνουμε στον κόσμο τους. Η φαντασία είναι σαν μια θάλασσα που δεν τελειώνει, σαν μια θάλασσα που μας ταξιδεύει και μας δίνει ένα ευχάριστο διάλειμμα μέσα στους περιορισμούς και τις ματαιώσεις της ζωής. «Με τη διάσταση της φαντασίας, να με τι τρεφόμαστε», έχει πει ο ψυχαναλυτής, Ζακ Λακάν. Σε μια περίοδο σαν αυτή που ζούμε, γεμάτη στερήσεις και αποσταθεροποίηση, το σχολείο οφείλει να δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να τρέφονται αν μη τι άλλο με φαντασία.