Αν ήμουν για κάποιο λόγο τυχερή, όταν ήμουν μικρή, αυτός ήταν η μεγάλη βιβλιοθήκη στο σαλόνι μας. Ήταν ξύλινη, ήταν ένα με το δωμάτιο και κάλυπτε σχεδόν έναν ολόκληρο τοίχο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευτυχία που ένιωθα, όταν μόνη μου τραβούσα από εκεί ένα βιβλίο. Είχε σκόρπια παράξενα ονόματα, όπως Καμύ, Ζολά, βιβλία για την Κρήτη και ανθολογίες ποίησης. Ένιωθα μεγάλη απορία κοιτάζοντας το βιβλίο του Καζαντζάκη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», δεν ήξερα αν έπρεπε να το διαβάσω ή όχι. Διασθανόμουν πως έκρυβε μέσα του κάτι πολύ σοβαρό. Δεν έλεγα ποτέ σε κανέναν τι έκανα εκεί. Σαν να είχα υπογράψει μια μυστική συμφωνία με τη βιβλιοθήκη. «Θα έρχεσαι, όταν δεν θα είναι κανείς», μου είχε πει. «Μην πεις ποια ποιήματα διάβασες κι αυτά τα ποιήματα θα γίνουν δικά σου.» Έτσι δεν έλεγα ποτέ σε κανέναν τι είχα διαβάσει από τη βιβλιοθήκη στο σπίτι που μεγάλωσα. Σαν να με έβαλαν οι ποιητές της να υπογράψω βαρύ όρκο σιωπής ένα βράδυ που όλοι στο σπίτι κοιμούνταν.
Κάποια στιγμή στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού είπα στη μητέρα μου να πάμε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, που ήταν τότε στην κεντρική πλατεία της μεγάλης πόλης, στην οποία μεγάλωσα. Θυμάμαι αχνά τον εαυτό μου να νιώθει άβολα μέσα στους διαδρόμους της, τα βιβλία που δειλά με προσκαλούσαν και τα αυτοκόλλητα με τους κωδικούς τους. Η υπάλληλος είχε βαριεστημένο ύφος κι εγώ είχα απορήσει που δεν ήταν ευτυχισμένη σε έναν τέτοιο χώρο. Θυμάμαι την κάρτα με τις ημερομηνίες επιστροφής και το άγχος μου να μην τα καταστρέψω. Σαν να μου εμπιστεύονταν παιδιά, που έπρεπε να τα γυρίσω στην ώρα τους σώα και αβλαβή. «Οι Τρεις Σωματοφύλακες» της δανειστικής βιβλιοθήκης ήταν για εμένα μια ευθύνη, ήταν κάτι πολύ πιο πολύτιμο από οποιοδήποτε βιβλίο είχα στην κατοχή μου. Αυτοί οι Τρεις Σωματοφύλακες ταξίδευαν από σπίτι σε σπίτι και ξυπνούσαν τα όνειρα στα παιδικά μυαλά και ύστερα ξεκουράζονταν για μέρες σε διαδρόμους με βαριά σιωπή.
Τα καλοκαίρια στο χωριό πήγαινα με τη μητέρα μου μερικές φορές στο σπίτι ενός καθηγητή, φίλου των γονιών μου. Είχαν ένα ωραίο περιβόλι με πορτοκαλιές. Διάλεγα από εκεί κάποια βιβλία. Ήταν παλιές εκδόσεις, με χοντρά, μαύρα εξώφυλλα και σελίδες στο χρώμα της ώχρας. Ένα καλοκαίρι είχα δανειστεί το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» μα με στενοχώρησε πολύ και δεν άντεξα να το τελειώσω. Ένιωσα βαθιά ενοχή σαν να είχα προδώσει τον καθηγητή ή και την ίδια την Άννα Φρανκ.
Έκτοτε βρέθηκα μπροστά σε διάφορες βιβλιοθήκες. Στις βιβλιοθήκες διάφορων βιβλιοπωλείων, του σχολείου, του Πανεπιστημίου, φίλων μου που αγαπούσαν το διάβασμα, όπως κι εγώ, και μου δάνειζαν γενναιόδωρα βιβλία. Αυτό που είχε μεγάλη σημασία από αυτήν την εμπειρία ήταν η ανακάλυψη που έκανα μόνη μου. Η επιλογή. Σκέφτομαι τώρα πως ό,τι κι αν προσφέρει κανείς σε ένα παιδί, πάντα θα ωχριά μπροστά σε αυτό που ανακαλύπτει το ίδιο. Τα παιδιά χρειάζονται τα μυστικά τους, χρειάζονται αυτό το κάτι που μιλά στην ψυχή τους και δεν μπορούν να το μοιραστούν, χρειάζονται την απρόσμενη χαρά από κάτι που για τους άλλους είναι αδιάφορο, λίγο, που είναι απλώς ένα έπιπλο που στολίζει τον χώρο και ξεσκονίζεται δύσκολα.
Τελικά πραγματοποίησα το παιδικό μου όνειρο κι έγινα συγγραφέας. Έχω χαρίσει κάποια βιβλία μου σε βιβλιοθήκες. Θα ήθελα να έρθουν ένα βράδυ στον ύπνο μου και να μου πουν πού βρέθηκαν, σε ποια δωμάτια, πώς ήταν τα χέρια που τα ξεφύλλισαν, τι συναισθήματα ξύπνησαν και αν τελικά επιτέλεσαν τον σκοπό τους και ήταν καλά βιβλία. Όμως, δεν θα μάθω ποτέ. Είναι σαν να έχω στείλει σε κάποιο μεγάλο ωκεανό γυάλινα μπουκάλια με μηνύματα μέσα, που ξέρω πως θα ταξιδεύουν πάντα μακριά μου.
Ο κόσμος είναι μια τεράστια βιβλιοθήκη. Ο κόσμος μερικές φορές είναι βυθισμένος σε μια βαριά σιωπή κι άλλοτε σε καλεί να διαλέξεις, να ανακαλύψεις, να μάθεις, να επιστρέψεις, να αναλάβεις. Κι εγώ σκέφτομαι τώρα πως αν για κάτι ήμουν τυχερή, όταν ήμουν παιδί, ήταν αυτή η βιβλιοθήκη, που τώρα βρίσκεται σε ένα σπίτι, στο οποίο δεν ζω και στο οποίο δεν μπορώ να πάω. Δεν ξέρω ποιος μένει σε αυτό το σπίτι και αν έχει βάλει βιβλία στα ξύλινα ράφια του σαλονιού ή αν τοποθέτησε διακοσμητικά αντικείμενα, που θαύμασε σε κάποιο κατάλογο. Δεν ξέρω αν εκεί τριγυρίζει κάποιο παιδί με πιτζάμες, που γράφει όταν όλοι κοιμούνται ή αν το διαμέρισμα είναι για χρόνια ξενοίκιαστο. Δεν έχει και πολλή σημασία. Εγώ ακόμη τηρώ τον όρκο της σιωπής μου. Ποτέ δεν μιλώ για τα ποιήματα που διαβάζω.
Στη μαμά μου