Προχθές έχασα το λεωφορείο γιατί ήμουν σκυμμένη στο κινητό μου. Δέκα λεπτά μετά ήρθε άλλο λεωφορείο και μπήκα μέσα ανακουφισμένη. Κάθισα στη θέση, που είναι για άτομα με κινητικές δυσκολίες, μα το μετάνιωσα και άλλαξα θέση. Στην επόμενη στάση μπήκαν δύο γυναίκες μέσης ηλικίας. Η μία φώναζε στην άλλη και την έσπρωχνε. Η άλλη γυναίκα δεν έβλεπε.
Η γυναίκα που δεν έβλεπε κάθισε στη θέση που είχα αφήσει πριν λίγο. Η συνοδός της, η ξανθιά γυναίκα, στάθηκε απέναντί μου και άρχισε να φωνάζει. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Δεν ήθελα να βγάλω συμπεράσματα για τη σκηνή και για τις πρωταγωνίστριες που μέσα στο λεωφορείο ήταν σαν ηρωίδες από θεατρικό έργο. Προσπαθώ να μην βγάζω συμπεράσματα για ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Η τυφλή γυναίκα φορούσε παλτό, είχε μαζεμένα τα μαλλιά της και είχε το κεφάλι της σηκωμένο, σαν να προσπαθούσε να σταθεί όρθια για χρόνια μέσα σε πολλές ταπεινώσεις. Το πρόσωπό της είχε κάτι το ευγενές, μα αυτό μπορεί να ήταν ιδέα μου. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Η άλλη γυναίκα είχε κόκκινη, θυμωμένη έκφραση. Πίσω από την ανεξέλεγκτη επιθετικότητά της κάποιος διορατικός άνθρωπος θα διέκρινε την κούραση και την απελπισία. Η τυφλή γυναίκα δεν φορούσε μάσκα μα κανένας επιβάτης δεν της έκανε παρατήρηση, όπως γίνεται συνήθως σε επιβάτες που δεν φορούν μάσκα. Την κοιτούσαμε όλοι όχι με λύπηση, μα με απορία, σχεδόν με δέος.
“Δεν βλέπω, είμαι τυφλή”, έλεγε στη συνοδό της. “Γι’ αυτό δεν προχωρούσα.” Εκείνη παραληρούσε σε κάποια επιβάτη που βρισκόταν απέναντί της. Ήταν η Ημέρα Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες, μα δεν το είχα συνειδητοποιήσει εκείνη την ώρα. Η γυναίκα που δεν έβλεπε δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει μόνη της στην αφιλόξενη πόλη μας και αναρωτιέμαι πόση βοήθεια έλαβε από τα δακρύβρεχτα μηνύματα και τις καρδούλες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που κυριάρχησαν εκείνη την Παρασκευή.
Εγώ κατάπια την απορία μου, όπως έχω μάθει να την καταπίνω εδώ και χρόνια. Γιατί κάποιοι άνθρωποι χρειάζεται να υποφέρουν τόσο πολύ; Η απάντηση ίσως βρίσκεται σε κάποιο μυστηριώδες κουτί του Θεού ή της ζωής, που δεν ξέρω αν κάποιος θα μπορούσε στ’ αλήθεια να ανοίξει σε αυτόν τον επίγειο κόσμο.
Κατέβηκα από το λεωφορείο λίγο μετά λυπημένη. Μπροστά μου απλώνονταν αμέτρητες καφετέριες και μαγαζιά λες και οι μόνες αξίες που έχει ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ένας καλός καφές και τα ψώνια. Σε κάποιο πεζόδρομο ένας μουσικός του δρόμου έπαιζε βιολί. Τον έβλεπα πολύ συχνά σε αυτό το σημείο και πάντα του έδινα λίγα χρήματα, αν και σίγουρα του άξιζαν πολύ περισσότερα. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε τόσο πολύτιμος που κάθισα και τον παρατήρησα. Φορούσε ένα πουλόβερ με ρόμβους, θα μπορούσε να είναι σε εικονογραφημένη σκηνή από κάποιο παραμύθι. Οι γκρίζες, απείθαρχες μπούκλες του ήταν πιασμένες σε μια πρόχειρη αλογοουρά, μα κάποιες ξέφευγαν και τινάζονταν στον ρυθμό του βιολιού. Έμοιαζε σαν τίποτα γύρω του να μην τον αφορούσε. Ούτε ο πόνος που τριγυρνά μέσα στα μάτια των περισσότερων περαστικών, ούτε ένα αδέσποτο σκυλί που περπατούσε με τρία πόδια. Ήταν αφημένος στη μουσική του, σαν να χόρευε μαζί της έναν χορό ευτυχίας, ζωής, ανεμελιάς, αληθινού νοήματος και υπέρβασης.
Έμεινα για ώρα και άκουσα τον μουσικό του δρόμου. Δεν το είχα καταλάβει μα τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Ευχήθηκα να μπορούσε η μουσική του να φτάσει κάποτε στα αυτιά της γυναίκας που δεν έβλεπε. Εκείνη θα μπορούσε να την εκτιμήσει καλύτερα από τον καθένα μας.