Τα Χριστούγεννα του 2022 ήταν είκοσι δύο ετών. Ζούσε με τη χωρισμένη μητέρα της. Ο πατέρας της έμενε στην ίδια πόλη μα σπάνια τον έβλεπε. Την οποιαδήποτε προσπάθειά της να τον προσεγγίσει τη βίωνε σαν προδοσία στην άτυχη και ταλαιπωρημένη μάνα που τη μεγάλωσε με τόσες θυσίες. Η μητέρα της φοβόταν πολύ τον κορονοϊό. Διάβαζε με μανία τις έρευνες και έβλεπε σχεδόν όλη την ημέρα ειδήσεις. Εκείνη ένιωθε τόσο αδιάφορα για ό,τι συνέβαινε γύρω της. Ο κορονοϊός ήταν ακόμη μια δυσκολία, ακόμη κάτι που εμπόδιζε τη χαρά και την ανακάλυψη του αληθινού της εαυτού.
Είχε πολλούς φίλους μα σπάνια ενθουσιαζόταν με κάποιον. Τους ενδιέφεραν ιδιαίτερα θέματα, όπως από πού θα πάρουν καφέ ή σειρές στην τηλεόραση, που εκείνη τις θεωρούσε άρρωστες. Η κοινωνία ολόκληρη της φαινόταν άρρωστη και πολλές φανταζόταν πως ταξιδεύει στην Αφρική και περιθάλπει ορφανά νεογέννητα ζώα. Ήθελε πολύ να είναι στη φύση μα ήταν ένα κορίτσι της πόλης. Είχε μια σχέση αγάπης και μίσους με την πόλη. Την εκνεύριζαν τα πλήθη που έβγαιναν τις ίδιες ώρες κι έκαναν όλοι τα ίδια πράγματα. Τη στενοχωρούσαν οι άστεγοι που έπιναν κρασί νωρίς το πρωί ξαπλωμένοι σε βρώμικες κουβέρτες. Όταν, περπατούσε ακούγοντας μουσική, όλα απαλύνονταν. Όλα είχαν ροή, νόημα, η πόλη ήταν όμορφη κι εκείνη κάπως μπορούσε να αντέξει τη ζωή της.
Ήταν είκοσι δύο χρόνων, φοιτήτρια ακόμη, και είχε πρόσφατα χωρίσει από έναν εικοσιπεντάχρονο γραφίστα χωρίς να ξέρει γιατί. Απλώς ήθελε να είναι μόνη της. Εκείνος ήταν “καλός γαμπρός”, έλεγε η μητέρα της. Είχε καλή δουλειά, ήταν από καλή οικογένεια, την αγαπούσε. Εκείνη δεν ήθελε τίποτα από όλα αυτά. “Η πανδημία φταίει. Μας έχει επηρεάσει όλους. Ξεχάσαμε να ζούμε”, της είπε και της χάιδεψε το χέρι. “Μείνε λίγο μόνη σου, αφού το θέλεις. Ξέρεις πού θα με βρεις”. Η ψυχραιμία με την οποία είχε αντιμετωπίσει τον χωρισμό ο εικοσιπεντάχρονος καλός γαμπρός την είχε εκνευρίσει. Από την άλλη ήξερε πως αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα. Ποτέ δεν φταίνε οι άλλοι, όταν εμείς δεν αντέχουμε το κενό μέσα μας.
Ένα Σάββατο βράδυ ξενύχτησε διαβάζοντας κάποιες νουβέλες του Τσέχοφ. Ένιωθε συνεπαρμένη μετά από πραγματικά πολύ καιρό. Με μανία έψαξε στο διαδίκτυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες του και διάβασε για τη ζωή του. Της φάνηκε όμορφος. Άρχισε να φαντάζεται πως ζει στη Ρωσία και τον συνοδεύει στις επισκέψεις του στους φτωχούς ασθενείς του, από τους οποίους δεν έπαιρνε χρήματα. Ζήλεψε τη γυναίκα του, που ήταν ηθοποιός. Ο γραφίστας της ξαφνικά της φαινόταν τόσο λίγος στο άνετο γραφείο του, όπου δημιουργούσε βαρετά λογότυπα για βαρετές επιχειρήσεις. Αν χρειαζόταν να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό της, θα έλεγε πως ναι, εκείνο το βράδυ ερωτεύτηκε βαθιά τον Άντον Τσέχοφ, τον γιατρό και συγγραφέα, που αν ζούσε τώρα θα ήταν εκατόν εξήντα δύο ετών. Αγάπησε το χιούμορ, την πικρία του, τη βαθιά του ματαίωση, την τρομερή οξυδέρκεια κι αυτό το ανεπαίσθητο μα αληθινό φως ελπίδας στα κείμενά, που γράφτηκαν με κάποια πολύτιμη πένα και μελάνι, που λέρωνε τα δάχτυλα.
Γύρω στις έξι το πρωί κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Δεν είναι καθόλου φυσιολογικό να ερωτεύεσαι έναν νεκρό όσο ωραία κι αν έγραψε κάποτε. Όλα της φαίνονταν ανιαρά και ανούσια. Δεν έφταιγε η πανδημία, ούτε η μονίμως θλιμμένη μητέρα της, ούτε ο πατέρας της που τους άφησε πριν χρόνια, ούτε οι φίλοι της που είχαν άλλα ενδιαφέροντα, ούτε ο γραφίστας που την αγαπούσε τόσο πολύ χωρίς να την καταλαβαίνει. Κι εκείνη τον αγαπούσε, όμως η απόλυτη εναρμόνισή του με την εποχή του, η κανονικότητά του, η ηρεμία του την έκαναν πάντα να νιώθει υπερβολικά και αναίτια δραματική. Σε κάθε περίπτωση το κενό ήταν απόλυτα δικό της και είχε η ίδια την απόλυτη ευθύνη για αυτό.
“Ας μάθουμε να δεχόμαστε ότι έρχεται καιρός που τα δέντρα είναι γυμνά και να προσδοκούμε την εποχή που θα δρέψουμε τους καρπούς“, διάβασε στα αποφθέγματα του σπουδαίου και οραματιστή Ρώσου συγγραφέα σε κάποια ιστοσελίδα. Αναστέναξε. Έσβησε το φως κι έκλεισε τα μάτια απόλυτα αφημένη στη γύμνια της τόσο υπερφορτωμένης εποχής της αλλά και στη γύμνια της ίδιας της της ψυχής. Λίγο πριν την πάρει ένας γλυκός, μελαγχολικός ύπνος άκουσε τη μητέρα της που σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και άνοιξε την τηλεόραση. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανήγγειλαν τα κρούσματα της προηγούμενης ημέρας.