Συνειδητοποίηση

Κάθε πρωί έβλεπε μια νεαρή μητέρα με ένα τρίχρονο αγοράκι να περνάει κάτω από το μπαλκόνι της. Η καρδιά της σφιγγόταν με λύπη μα ταυτόχρονα τη διαπερνούσε ολόκληρη η πιο γλυκιά αίσθηση. Θυμόταν την εποχή που ο γιος της ήταν σε αυτήν την ηλικία. Τώρα ήταν φοιτητής σε άλλη πόλη. Ξαφνικά φαινόταν σαν ο χρόνος να έχει περάσει πολύ, πολύ γρήγορα. Έβρεχε διαρκώς εκείνες τις ημέρες και τα ρούχα δεν στέγνωναν με τίποτα. Η αναμονή μπορεί να είναι βασανιστική, όταν δεν αποδέχεσαι πως απλώς πρέπει να περιμένεις.

Την εποχή της πανδημίας από την άλλη όλα κυλούσαν αργά. Οι μέρες χωρίς διασκέδαση κυλούσαν αργά, τα όνειρα κυλούσαν αργά, η ζωή είχε πάρει μια αίσθηση μονότονη που θα έλεγε κανείς πως μπορούσε να γίνει τρομερά επικίνδυνη. Εκείνη δεν εργαζόταν πια. Όταν ο άντρας της έφευγε για τη δουλειά, καθόταν για ώρες στην κουζίνα με μια κούπα καφέ και αναρωτιόταν γιατί τόσο καιρό δεν εκτιμούσε αυτά που είχαν αξία στη ζωή της.

Μη βιαστείτε να την κατηγορήσετε. Είναι ένας άνθρωπος κι εκείνη, όπως όλοι μας. Όταν ήταν παιδί, ονειρευόταν να είχε γονείς που θα την καταλάβαιναν περισσότερο. Για όσο υπήρξε έφηβη ήταν θυμωμένη μα έκρυβε τον θυμό της. Στη νεαρή ενήλικη ζωή αναρωτιόταν αν ήταν αρκετά όμορφη, αν ήταν αρκετά ικανή και συγκρινόταν διαρκώς με αυτό που της είχαν πει κάποιοι αόρατοι άνθρωποι πως θα έπρεπε να είναι. Όταν έγινε μητέρα, την κατέτρωγε διαρκώς μια αίσθηση ενοχής γιατί πολλές φορές ήθελε να ξεφύγει από τις κουραστικές φροντίδες που έχει μια μητέρα, να ξαναγίνει έφηβη και να τα κάνει όλα αλλιώς. Τώρα απλώς ευχόταν να μην κολλήσει κορονοϊό και μετρούσε νοσταλγικά όμορφες στιγμές που τότε τις βίωνε αγχωτικά ή με εκνευρισμό.

Εκείνο το πρωί, όταν η νεαρή μητέρα πέρασε με το αγοράκι της, σχεδόν δάκρυσε αντικρύζοντας τον παιδικό σκούφο με τη φούντα. Μα τα δάκρυα που στάθηκαν στα μάτια της δεν ήταν λύπη, ήταν συνειδητοποίηση. Η ζωή προχωρά και τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Οι άνθρωποι είναι πλασμένοι ώστε να χάνουν τη ζωή το κάθε λεπτό, το κάθε δευτερόλεπτο. Ύστερα γυρνούν πίσω και θυμούνται και εύχονται να ήταν ξανά εκεί για να κοιτάξουν αυτή τη φορά κάποιον καλύτερα στα μάτια, για να είναι πιο ευγενικοί, για να χορέψουν ή να τραγουδήσουν λίγο περισσότερο, για να έχουν πει “σ’αγαπώ” ή “σ’ ερωτεύτηκα στ’ αλήθεια πολύ τότε”, για να αγκαλιάσουν με όλο τους το σώμα ή να πουν ευχαριστώ, για να ζητήσουν συγγνώμη για τα σκληρά τους λόγια, για να πάνε βόλτα σε ένα καινούριο μέρος, για να κάνουν ένα ταξίδι σε ένα μέρος που είδαν στο όνειρό τους.

Όμως, οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και κάθε μέρα σκέφτονται ένα σωρό ανοησίες, όπως αν τα μαλλιά τους θέλουν κούρεμα, γιατί ο σύντροφός τους είναι εριστικός τελευταία ή πόσο τους πηγαίνει μια κόκκινη ζακέτα, γιατί έχασε η ομάδα τους στο ποδόσφαιρο και πόσο ανίκανος είναι ο πρωθυπουργός ή αν θα πυροβολούσαν έναν αρνητή του κορονοϊού στο κεφάλι. Κι έτσι η ζωή προχωράει βουτηγμένη στις καθημερινές ανοησίες κι είναι αυτές οι ξαφνικές συνειδητοποιήσεις που έρχονται απρόσμενα σαν βροχή ξαφνική που καθαρίζει τα σκουπίδια από έναν δρόμο όπου για καιρό κάποιοι αλήτες άφηναν τις νύχτες σκουπίδια και αποτσίγαρα.

Οπότε, σας ξαναλέω, μη βιαστείτε να κρίνετε αυτή τη γυναίκα που πίνει τον καφέ της στην κουζίνα για ώρα και ξαφνικά νιώθει σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα ή σαν να κάνει μια καινούρια αρχή ή σαν να μην φοβάται πια τίποτα και ταυτόχρονα πονάει βαθιά για αυτό που μια για πάντα ή κάθε μέρα και για λίγο χάνεται. Σίγουρα θα έχετε χάσει κάτι κι εσείς. Σίγουρα κάθε μέρα θα χάνετε κάτι από τον εαυτό σας μέσα σε ανόητες σκέψεις. Κι εκεί ξαφνικά, μια μέρα της πανδημίας τότε που όλα μοιάζουν χαμένα, θα βρίσκετε κάτι ξανά.