Την ημέρα που αγάπησε τον εαυτό του, σταμάτησαν να τον θυμώνουν οι άνθρωποι γύρω του. Δεν τον ενοχλούσαν πια τα μυτερά, βαμμένα νύχια στα έφηβα κορίτσια, ούτε απόρησε, όταν δεν κατάφερε να καταλάβει αν εκείνο το παιδί με τα μακριά μπουκλωτά μαλλιά ήταν αγόρι ή κορίτσι. Δεν εκνευρίστηκε στην ουρά της τράπεζας, ούτε ταπεινώθηκε από τον οδηγό του βαν, που παρά λίγο να τον πατήσει και του φώναξε άγρια. Άλλωστε ο οδηγός αυτός είχε δίκιο. Περνούσε τόσο απρόσεκτα τον δρόμο.
Όταν ήταν νεαρός, ένιωθε πάντα πως φορούσε τα λάθος ρούχα. Ποτέ δεν μπορούσε να εναρμονιστεί στα κοινωνικά περιβάλλοντα, στα οποία βρισκόταν. Οι διασκεδάσεις των συνομηλίκων του ήταν αφόρητες. Επίσης, συχνά του επισήμαιναν πως στον δρόμο περπατούσε ζιγκ ζαγκ σαν να μην ήξερε πού πήγαινε. Και τους φαινόταν παράξενο που μπορεί να πήγαινε στο ίδιο μέρος δέκα φορές και τις δέκα φορές να χανόταν.
Μπορούσε να θαυμάσει τις σταγόνες της βροχής σε μια λακούβα και του ήταν εντελώς αδιάφορο το πιο ακριβό και καλογυαλισμένο αυτοκίνητο. Μεγαλώνοντας άρχισε να απορεί με τα όσα έκαναν οι γύρω του, για να φτιάξουν το σπίτι των ονείρων τους ή για να οργανώσουν τον γάμο τους. Έδιναν τόση σημασία σε λουλούδια που κόπηκαν και θα μαραίνονταν την άλλη μέρα ή στο αν το τυρί θα ήταν ροκφόρ. Έπρεπε να ψάξουν για τα κατάλληλα πόμολα και να διαλέξουν πλακάκια και ασχολούνταν με ένα σωρό λεπτομέρειες, που στα αυτιά του ακούγονταν σαν μεσαιωνικό βασανιστήριο.
Εκείνος ήταν καλλιτέχνης, στο αίμα του έτρεχαν μουσικές, εικόνες, ιστορίες και φράσεις και μπορούσε να περπατά για ώρες στους δρόμους χαζεύοντας. Λαχταρούσε να γνωρίζει ανθρώπους και συχνά έψαχνε τους σοφούς που θα του έδιναν τις απαντήσεις. Θαύμαζε τους γύρω του που ξυπνούσαν κάθε πρωί και πήγαιναν στο ίδιο γραφείο κι έκαναν την ίδια δουλειά χωρίς να βαρυγκομούν. Εκείνος δούλευε ασταμάτητα για εκείνο που αγαπούσε, όμως αυτό δεν ήταν κάτι που θεωρεί κανείς δουλειά υπολογίσιμη. Έκανε ατέλειωτες συζητήσεις στο κεφάλι του με τους μεγάλους συγγραφείς και η εποχή του ήταν ένας τεράστιος τοίχος στον οποίο έπεφτε πάνω με δύναμη και πονούσε. Τους καλλιτέχνες τους φτιάχνουν οι εποχές. Είναι συνήθως άνθρωποι που δεν κατανοούν πως όσες φορές κι αν πέσει κανείς με ορμή στον τοίχο, αυτός τραυματίζεται. Οι εποχές δεν τραυματίζονται, μόνο τραυματίζουν.
Την ημέρα που αγάπησε τον εαυτό του σταμάτησε να μισεί την εποχή του. Ήταν η ημέρα που αποδέχτηκε πως έχει κακό προσανατολισμό και πως έχει δίκιο ένας οδηγός βαν να τον βρίσει, αν περάσει απρόσεκτα τον δρόμο. Ήταν η ημέρα που κατάλαβε πως τα ρούχα του θα ήταν σωστά, αν τα είχε διαλέξει εκείνος. Ήταν η ημέρα που οι ιδέες στο κεφάλι του σταμάτησαν να καίνε και ήταν έτοιμες να βγουν στη ζωή. Ήταν η ημέρα, που είπε στον εαυτό του πως ναι, ήταν καλλιτέχνης, και θα διεκδικούσε μια θέση στον κόσμο.