13 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Στον Πειραιά, λίγο ψηλά κοντά στην Καστέλλα βρίσκεται η Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Είναι μικρή και διακριτική, δύσκολα τη γνωρίζει κανείς αν δεν έχει περπατήσει σε όλα τα στενά της περιοχής. Στις 13 Σεπτεμβρίου το βράδυ κάθε χρόνο φορά τα καλά της και γιορτάζει περιμένοντας την αυριανή μέρα. Μικροπωλητές λίγο πιο πέρα πουλούν παιχνίδια με φωτάκια και πετσέτες κουζίνας και άνθρωποι σε μεγάλη ανάγκη ελπίζουν πως κάποιος μια τέτοια μέρα θα τους λυπηθεί.

Δεν έχω νιώσει ποτέ άνετα σε γεμάτη εκκλησία μα πολλές φορές στα σκαλιά που είναι κάτω από αυτήν την εκκλησία φτάνουν οι ψαλμωδίες σαν ένας αέρας, ο οποίος θέλει κάτι να σου πει. Οι καμπάνες, όταν χτυπούν, μου θυμίζουν τις καμπάνες στο χωριό, όπως ήταν παλιά, τότε που κάποιος άνθρωπος έπρεπε να είναι εκεί και να τραβάει το σκοινί. Στην παιδική χαρά παραδίπλα τα παιδιά μια τέτοια μέρα προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να κρατήσουν λίγο καλοκαίρι ακόμη. Τα τζιτζίκια τρελαμένα από την αλλαγή του κλίματος δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως μπήκε το φθινόπωρο.

Από τη μικρή εκκλησία ξεκινά λιτανεία με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής της πόλης. Οι ήχοι ξαφνικά ανακατεύονται, η ψαλμωδία, η μουσική της μπάντας του Δήμου, οι παιδικές φωνές, κάποιοι που μιλούν στα μπαλκόνια και κανένα σκυλί που πάλι δεν το έβγαλαν βόλτα και γαυγίζει. Το καλοκαίρι εκείνη τη μέρα φεύγει, μας αποχαιρετά μα τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο απρόθυμο, σαν παιδί που πείσμωσε και χτυπά το πόδι του με δύναμη, σαν ερωτευμένος που δεν θέλει να εγκαταλείψει τη μάχη.

Η μικρή εκκλησία γιορτάζει κάθε τέτοια μέρα κι εμείς έχουμε ήδη αρχίσει να μετράμε υποχρεώσεις. Τα σχολικά βιβλία πρέπει να ντυθούν και πρέπει να δείξουμε στις δασκάλες πως είμαστε σωστοί γονείς. Οι δουλειές τρέχουν και αναρωτιόμαστε μερικές φορές ποιο δρόμο πρέπει να πάρουμε πάλι και τα τζιτζίκια συνεχίζουν να τραγουδούν αμέριμνα, σαν να μην κατάλαβαν πως νύχτωσε, σαν να μην έχουν καταλάβει πως μια νύχτα έρχεται πάντα εκεί που δεν το περιμένεις.

Εκεί στα σκαλιά, κάτω από τη μικρή εκκλησία, λίγο αφότου η μπάντα συνόδεψε τους ιερείς και τον κόσμο, όταν όλα ησύχασαν και έπρεπε να πάμε σιγά-σιγά να κοιμηθούμε, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που δεν ήταν ακόμη έφηβοι κυνηγήθηκαν γελώντας. Μέσα στην εποχή παράνοιας και τρόμου που ζούμε σκέφτηκα αρχικά αν το έσκασαν από τα σπίτια τους κι αν θα βγουν αύριο οι φωτογραφίες τους στο διαδίκτυο με τίτλο “Εξαφάνιση ανηλίκων”. Μα μετά παρατήρησα τα σώματά τους, αγγίζονταν δειλά και ακόμη αθώα, προκαλούσαν το ένα το άλλο με το παιχνίδι τους κι ύστερα αναμετρήθηκαν στο τρέξιμο. Έτσι αυτό το βράδυ σε αυτά τα σκαλιά έτσι όμορφα κρύφτηκε ο ενθουσιασμός δυο παιδιών της πόλης κοντά στην ήσυχη και διακριτική εκκλησίτσα που γιόρταζε. Τα πνευμόνια των παιδιών ήταν δυνατά, η ύπαρξή τους δεν χρειαζόταν καμία απολύτως δικαιολογία κι εγώ σκέφτηκα πως όσο κι αν φαίνονται όλα φρικτά, πάντα σε μικρές γωνίες η ομορφιά και η αθωότητα ακόμη αντιστέκονται.