ΑΠΟΥΣΙΑ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

«Το μαύρο δεν είναι χρώμα. Είναι απουσία χρώματος», μου έλεγε ένας φίλος μου ζωγράφος, ενώ περιμέναμε το τρόλεϊ σε μια μεγάλη λεωφόρο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια γυναίκα κάθισε δίπλα μου και με έκπληξη είδα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.

«Απουσία χρώματος. Δεν είναι χρώμα», συνέχισε ο φίλος μου ο ζωγράφος.

Η γυναίκα φορούσε μαύρα ρούχα. Ήταν πασιφανές πως κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο είχε πεθάνει. Το ύφος των ανθρώπων που χάνουν κάποιον που αγαπούν είναι πάντα ίδιο. Είναι ένα βλέμμα που κοιτάζει σε κάποιον άλλο κόσμο. Νομίζω πως θα αναγνώριζα παντού κάποιον που πενθεί.

«Μα εγώ βλέπω χρώμα στο μαύρο», είπα στον φίλο μου και το βλέμμα μου έπεσε στα ρούχα της γυναίκας. Ήταν βυθισμένη στην απώλειά της, τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της και δεν τα σκούπιζε καν. Δεν την ενδιέφερε αν την κοιτούσαν, ήταν σαν τίποτα να μην υπήρχε μπροστά της.

«Δεν είναι χρώμα. Είναι μεγάλη συζήτηση. Είναι θέμα φωτός και σκιάς. Εσύ δεν καταλαβαίνεις…», μου είπε ο φίλος μου, ο ζωγράφος. Και όντως δεν καταλάβαινα. Ποτέ μου δεν πρόσεχα τα χρώματα. Μα το μαύρο μου φαινόταν χρώμα που το βλέπει κανείς.

«Περιμένω το λεωφορείο», άκουσα τη φωνή της γυναίκας που μιλούσε εκείνη την ώρα στο τηλέφωνο. Ήταν μια φωνή σπασμένη, μα μέσα της σπαρταρούσε μια δύναμη που μπορούσε να ακουστεί. Ήταν η δύναμη που έχει κανείς, όταν καταλαβαίνει πως απλώς πρέπει να συνεχίσει.

«Το μαύρο είναι πιθανό να καταστρέψει το έργο. Θέλει προσοχή.  Αν κάνεις λάθος, δεν διορθώνεται. Αλλά τι σου λέω, εσύ δεν ζωγραφίζεις για να καταλάβεις», συνέχισε ο ζωγράφος φίλος μου κι εγώ απορούσα πως δεν είχε βγάλει ένα χαρτί για να ζωγραφίσει αυτά τα δάκρυα, που κυλούσαν μπροστά μας.

Ξαφνικά κοίταξα γύρω μου. Κοίταξα τους ανθρώπους που περπατούσαν ή ήταν κουρασμένοι στα αυτοκίνητα. Βλέμματα κουρασμένα ή ανυπόμονα, χωρίς ενθουσιασμό. Βλέμματα τσακισμένα από απώλειες, από μικρές και μεγάλες απώλειες που μας καθορίζουν, από τις απώλειες που κλείνουν ή ανοίγουν τους δρόμους μας, από τις απώλειες που φοβόμαστε ή που φοβηθήκαμε πολύ κάποτε κι ωστόσο τις αντέξαμε. Βλέμματα από τις απώλειες που είναι γεμάτες ενοχή γιατί ποτέ δεν είμαστε αρκετά καλοί όσο θα έπρεπε, βλέμματα από τις απώλειες που ράγισαν τη ζωή μας, την αίσθηση του εαυτού μας, που χώρισαν δραματικά το χθες από το σήμερα και το αύριο. Ξαφνικά έβλεπα μόνο αυτά τα βλέμματα, τα αυτοκίνητα δεν είχαν χρώμα, τα φανάρια δεν είχαν χρώμα, τα ρούχα των ανθρώπων ήταν όλα χωρίς χρώμα, μόνο ο ουρανός κάποιες στιγμές έπαιρνε ένα όμορφο γαλάζιο μα είχε τόσα σύννεφα, που ήταν για λίγο.

Η γυναίκα συνέχισε να κλαίει για ώρα. Κανείς δεν της έδωσε σημασία. Οι απώλειες σήμερα είναι εντελώς αόρατες.

«Απουσία χρώματος είναι το μαύρο. Πώς αλλιώς να σου το πω;», συνέχισε ο ζωγράφος φίλος μου να προσπαθεί να μου εξηγήσει αυτό που ποτέ δεν θα καταλάβαινα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *