Έστειλε τον κωδικό δύο, φόρεσε τη χειρουργική μάσκα και βγήκε για να κάνει κάποιες αγορές για τις γιορτές. Η μέρα ήταν όμορφη, ο χειμώνας είχε σχεδόν ξεχάσει να έρθει εκείνα τα Χριστούγεννα. Περπάτησε για λίγη ώρα και όπως συνήθως τα γυαλιά της άρχισαν να θολώνουν. Ήταν μεγάλος μπελάς αυτή η μάσκα. Έβγαζε και καθάριζε τα γυαλιά της, τα φορούσε πάλι κι ύστερα τα έβγαζε, τα καθάριζε ξανά και ξανά. Για κάποιο λόγο ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να χαλάσει τη βόλτα της. Η βόλτα είχε γίνει την εποχή της καραντίνας κάτι πολύτιμο.
Περπάτησε ανάμεσα σε αρκετό κόσμο. Όλοι φορούσαν τις μάσκες τους. Αν έναν χρόνο πριν έβλεπε κάποιος αυτήν την εικόνα θα απορούσε. Πώς είναι δυνατόν να αλλάζει η ζωή μας τόσο γρήγορα; Πώς είναι δυνατόν τόσο γρήγορα να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε;
Έφτασε στο βιβλιοπωλείο. Περίμενε για λίγη ώρα έξω, έπρεπε να τελειώσουν οι προηγούμενοι πελάτες. Δεν την πείραζε καθόλου αυτό. Προτιμούσε που τώρα πια υπήρχε σεβασμός σε κάθε χώρο που πήγαινε. Οι άνθρωποι δεν στριμώχνονταν πια σαν ανυπόμονα ζώα. Βιάζονταν λιγότερο. Μέσα στην πανδημία το μόνο που μπορείς να κάνεις ήταν να περιμένεις.
Μέσα στο βιβλιοπωλείο ένιωσε υπέροχα. Κοιτούσε βιαστικά τα παιδικά βιβλία, ήθελε να αγοράσει δώρα για τα παιδιά δυο φίλων της. «Τα Χριστούγεννα του 2020 ανταλλάξαμε δώρα στο πεζοδρόμιο φορώντας τα αθλητικά μας παπούτσια», θα έλεγαν αυτά τα παιδιά στα εγγόνια τους. Τότε αυτό που ζούμε τώρα θα είναι απλώς μια ακόμη σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Πλήρωσε τα βιβλία και ευχήθηκε στον βιβλιοπώλη καλές γιορτές. Βγήκε έξω και κοίταξε το ρολόι της. Είχε κλείσει ραντεβού σε ένα κατάστημα. Πήγε λίγο πιο νωρίς. Είχε παραγγείλει αυτά που ήθελε, της τα έδωσαν στην πόρτα. Πλήρωσε με κάρτα εκεί. Ευχήθηκε στην υπάλληλο καλές γιορτές και συνέχισε να περπατάει αγανακτισμένη με τα γυαλιά της που θόλωναν αδιάκοπα.
Ξαφνικά θυμήθηκε τη συζήτησή που είχε κάνει με έναν τυφλό άνδρα αρκετό καιρό πριν. Της είχε πει πόσο του άρεσε να νιώθει το νερό στα χέρια του, όταν πλένει τα πιάτα. Όταν ο γιος του ήταν μικρός, τον συνόδευε ως το σχολείο. Έβγαλε τα γυαλιά της. Αν εκείνος ο άνδρας περπατούσε στην πόλη χωρίς να βλέπει τίποτα, θα μπορούσε κι εκείνη να περπατήσει με τη μυωπία της. Στην αρχή ένιωσε παράξενα. Όλα έγιναν ξαφνικά θολά. Τα πρόσωπα, οι πινακίδες των μαγαζιών ήταν σαν πολύχρωμες μάζες. Όταν πέρασε τη λεωφόρο μπορούσε να ξεχωρίσει το πράσινο ίχνος στο φανάρι. Σιγά-σιγά άρχισε να περπατά με όλο και περισσότερη σιγουριά και άνεση.
Θυμήθηκε τη χθεσινή συζήτηση με τη μητέρα της. Η γραμματέας του οικογενειακού γιατρού κατέβαζε από τον πρώτο όροφο ένα καλάθι για να παίρνουν τις συνταγογραφήσεις οι ασθενείς που περίμεναν κάτω. Σίγουρα σε κανέναν δεν αρέσει η αντιξοότητα, ούτε σε εκείνη άρεσε. Όμως, σιγά σιγά όσο οι άνθρωποι έβρισκαν λύσεις στα όλο και περισσότερα προβλήματα που προέκυπταν, άρχιζε να νιώθει ένα ίχνος δέους. Είχε συγκινηθεί όταν παρακολούθησε το μάθημα εξ αποστάσεως που έκανε η εξάχρονη ανιψιά της. Κάθε παιδί ήταν στο σπίτι του κι όμως οι φωνούλες τους ενώθηκαν μέσα από τις οθόνες και τραγούδησαν όλα μαζί τα κάλαντα.
Περπάτησε για ώρα μέχρι το σπίτι κρατώντας μια μεγάλη σακούλα με όλα τα δώρα που είχε αγοράσει. Δεν την πείραζε που δεν έβλεπε τις λεπτομέρειες γύρω της. Ένιωθε πως περπατούσε ανάμεσα σε ανθρώπους που εκείνη την εποχή δοκιμάζονταν, απελπίζονταν, απογοητεύονταν, θύμωναν. Κάποιοι μπορεί να καταστρέφονταν κι άλλοι ξαναγεννιούνταν. Ίσως κάποιοι να ονειρεύονταν περισσότερο εκείνη την περίοδο που ο κόσμος έπρεπε αναγκαστικά να αλλάξει. Άλλοι εκτιμούσαν για πρώτη φορά τη βόλτα τους ή τη στιγμή που θα μιλούσαν με έναν φίλο μετά από καιρό ή ακόμη και τον αέρα που ανέπνεαν.
Όταν έστριψε στο στενό που θα οδηγούσε στο σπίτι της κατέβασε τη μάσκα της και πήρε μια τέτοια ανάσα. Ήταν από αυτές που εκτιμά κανείς. Οι μυρωδιές των δέντρων έφτασαν στη μύτη της. Κοίταξε το ρολόι που μετρούσε τα βήματά της. Είχε κάνει μερικές χιλιάδες βήματα χωρίς τα γυαλιά της. Πάντα υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις και δεν το ξέρεις, σκέφτηκε κι αναρωτήθηκε τι άλλο θα ανακάλυπτε μέσα στην αντιξοότητα που ήταν η σειρά της εποχής της να ζήσει.