ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα αγοράκι, ο Τζίμης. Ήταν γλυκός και έξυπνος και είχε πολλή πλάκα. Μα μερικές φορές έκανε κάτι, που θύμωνε τους μεγάλους και τον μάλωναν. Έλεγε «κακά λόγια»!
Τι είναι τα κακά λόγια; Είναι κάποιες λέξεις που τις λένε οι μεγάλοι και τις ακούνε τα μικρά παιδιά. Όταν, όμως, τα μικρά παιδιά τις πουν, οι μεγάλοι τα κοιτάζουν τόσο αυστηρά…Σαν να έκαναν κάτι τρομερό! Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τι τόσο τρομερό έκαναν αφού απλώς είπαν κάτι που άκουσαν από τους μεγάλους. Μπορεί να θυμώνουν, να λυπούνται… Τους λένε πως είναι «κακά παιδιά». Τι άσχημο να σου λένε πως είσαι κακό παιδί…
Έτσι ένιωθε και ο Τζίμης. Ήταν πολύ μικρούλης και δεν καταλάβαινε όλα αυτά που του έλεγαν οι μεγάλοι. Ένιωθε μόνο πως έκανε κάτι που δεν έπρεπε κι αυτό τους απογοήτευε. Μια μέρα ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του. Τον είχαν μαλώσει ξανά επειδή μπροστά σε κόσμο είπε μια λέξη κακιά….
Μουτρωμένος κοιτούσε το πάτωμα και κάποια στιγμή άκουσε ένα χτύπημα στο τζάμι. Γύρισε να δει. Ήταν ένα μικρό, λευκό πουλί. Ο Τζίμης άνοιξε το παράθυρο και το πουλί μπήκε μέσα.
«Γιατί κλαις, μικρούλη;», τον ρώτησε.
«Με μάλωσαν. Λέω κακές λέξεις και είμαι κακό παιδί», είπε ο Τζίμης και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του.
«Μα δεν υπάρχουν κακά παιδιά! Όλα τα παιδιά του κόσμου είναι καλά! Έχω γυρίσει πολλά μέρη, συνεχώς ταξιδεύω και βλέπω πολλά παιδιά κάθε μέρα. Υπάρχουν καλές και κακές συμπεριφορές.»
Ο Τζίμης κοιτούσε και ένιωσε κάτι να γλυκαίνει την καρδιά του.
«Με λένε Αιμίλιο», είπε το πουλάκι.
«Μα τα πουλιά δεν μιλάνε…», είπε ο Τζίμης.
«Στις ιστορίες, στα όνειρα μας και στις ζωγραφιές μας συμβαίνουν τέτοια μαγικά πράγματα», είπε ο Αιμίλιος.
Ο Τζίμης δεν κατάλαβε μα δεν τον πείραζε.
«Γιατί λες κακές λέξεις;», ρώτησε ο Αιμίλιος.
«Δεν ξέρω», είπε ο Τζίμης. Ήταν μπερδεμένος.
«Μπορεί να είσαι θυμωμένος ή να θέλεις να τραβήξεις την προσοχή, να θέλεις να ασχοληθούν μαζί σου. Δεν έχει σημασία αυτό…»
«Τι έχει σημασία;»
«Σημασία έχει να είσαι καλά. Να αγαπάς τον εαυτό σου. Αυτό μόνο…»
«Κι αν μου έρθει να πω καμιά κακιά λέξη;», ρώτησε ο Τζίμης.
«Πήγαινε στην τουαλέτα και πες όσες κακές λέξεις θέλεις! Εκεί δεν πειράζει καθόλου!», είπε ο Αιμίλιος.
«Σ’ ευχαριστώ, καλέ μου Αιμίλιε», είπε ο Τζίμης που ξαφνικά ένιωθε δυνατός.
«Πρέπει να φύγω τώρα. Πρέπει να πάω και σε άλλα παιδιά να τους πω πως όταν οι μεγάλοι λένε πως υπάρχουν κακά παιδιά, κάνουν λάθος…»
Ο Αιμίλιος έφυγε.
«Σήκω, Τζίμη. Πρέπει να πάμε στο σχολείο», άκουσε ο μικρούλης ξαφνικά τη φωνή της μαμάς του.
Τότε κατάλαβε πως όλα ήταν ένα όμορφο όνειρο.
Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε ένα φτερούγισμα στο μπαλκόνι. Μπορεί να ήταν ο Αιμίλιος, μπορεί να ήταν το όνειρό του, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε να είναι καλά και να αγαπάει τον εαυτό του.