Την Τρίτη το πρωί, όταν έφευγα από το διαμέρισμά μου, με έκπληξη είδα στο χαλάκι της πόρτας μου παρατημένα μικρά κλαδάκια. Στο παράθυρο του φωταγωγού απέναντί μου ένα σκουρόχρωμο, ασθενικό περιστέρι σαν κάτι να περίμενε. Μάζεψα τα κλαδάκια χωρίς να καταλαβαίνω τι είχε συμβεί και η μέρα μου προχώρησε, όπως συνήθως. Την επόμενη μέρα είδα πάλι στην πόρτα μου μικρά ξυλαράκια μα δεν πρόλαβα να τα μαζέψω, γιατί ήμουν βιαστικός. Το βράδυ γύρισα αργά και δεν σκέφτηκα καν αυτό το παράξενο συμβάν.
Την Πέμπτη το πρωί έφευγα πάλι βιαστικός. Υπάρχουν κάποια άνθρωποι που βιάζονται συνεχώς λες και θα χάσουν το τρένο το επόμενο λεπτό. Ένας από αυτούς είμαι κι εγώ. Κυνηγάω διαρκώς ένα αόρατο τρένο που όλο περνάει από μπροστά μου και φεύγει για ένα άγνωστο μέρος, για το οποίο ξέρω μόνο πως κάποτε πρέπει να το επισκεφθώ. Αυτό βέβαια δεν έχει καμία σημασία για την ιστορία μας. Ίσως όμως έπρεπε να το πω, γιατί τα παραπάνω δείχνουν ότι αν και είμαι ευτυχισμένος άνθρωπος, πολλές φορές υποφέρω από βαθιά ανία, από τρομερή έλλειψη ενδιαφέροντος για όσα συνήθως θεωρούμε σημαντικά. Αυτή η αίσθηση κενού με διαπερνά ολόκληρο και με κάνει να ονειρεύομαι τρένα που δεν υπάρχουν.
Ας επιστρέψουμε στο χαλάκι της πόρτας, σε αυτό το ασήμαντο αντικείμενο που είναι προορισμένο για να το πατάμε και να το λερώνουμε και να μην του δίνουμε ποτέ την παραμικρή σημασία. Την Πέμπτη άνοιξα πάλι βιαστικός την πόρτα και σοκαρισμένος αντίκρισα πάνω του ένα αβγό. Το σκουρόχρωμο περιστέρι ήταν πάλι στο παράθυρο του φωταγωγού και με κοιτούσε.
Ένιωσα σαν ήρωας κάποιας πολύ σουρεαλιστικής ταινίας. Δεν ήξερα τι να κάνω με αυτό το αβγό που μάλλον το μαύρο περιστέρι είχε γεννήσει στην πόρτα μου. Το σίγουρο ήταν πως ο διάδρομος μιας πολυκατοικίας δεν ήταν χώρος για τη φωλιά ενός πουλιού. Όμως, ένιωθα μέσα μου μια τρομερή αίσθηση ευθύνης, λες και κάποια απελπισμένη μητέρα, που την κυνηγούσαν, άφησε στην πόρτα μου το μωρό της κι έπρεπε να το μεγαλώσω εγώ. «Σύνελθε», είπα στον εαυτό μου. Ακόμη κι αν ήθελα να βοηθήσω αυτό το αβγό, ήμουν σίγουρα ανίκανος γιατί δεν ξέρω πώς να κλωσάω. Το πήρα στα χέρια μου με μεγάλη προσοχή αποφασισμένος να το πάω στο πάρκο, που είναι απέναντι από την πολυκατοικία. Ήμουν απαισιόδοξος, όμως. Το πάρκο είναι το βασίλειο ανεξάρτητων, αυθάδικων γατών κάθε χρώματος. Δεν ξέρω βέβαια αν οι γάτες τρώνε αβγά, τουλάχιστον ήξερα πως τις ταϊζουν κάποιες γειτόνισσες οπότε μπορεί να μην αναζητούσαν τροφή στο χώμα. Ξαφνικά η δουλειά που είχα να κάνω είχε γίνει κάτι μικρό, μια κουκίδα σε ένα παιδικό τετράδιο ή το κεφάλι μιας ξεχασμένης καρφίτσας.
Το αβγό στα χέρια μου το ένιωθα σαν κάτι πολύτιμο. Σαν να κουβαλούσα έναν μεγάλο θησαυρό που σε λίγο θα αποκαλυπτόταν. Σαν αυτό το αβγό να έκρυβε τα χαμένα μυστικά των σοφών. Ένιωθα μια ζεστασιά στα δάχτυλα, ήταν η ζεστασιά της ζωής που ετοιμαζόταν, το θαύμα και ταυτόχρονα μια τρομερή ευαλωτότητα. Άφησα το αβγό κάτω από κάποια φύλλα με τρομερές ενοχές. Θα ήθελα, στ’ αλήθεια, να το φροντίσω. Όλη μέρα σκεφτόμουν πως απογοήτευσα το μαύρο περιστέρι, που ποιος ξέρει για ποιον παράξενο λόγο εμπιστεύτηκε έναν τόσο αγχωτικό άνθρωπο σαν εμένα.
Φυσικά αυτή η ιστορία είναι μια χαζή ιστορία, ένα ασήμαντο συμβάν μέσα σε μια ζωή γεμάτη με υποχρεώσεις, επιθυμίες, θυμούς και παράπονα, εξωτερική πολιτική, ειδήσεις για τις νέες μεταλλάξεις της πανδημίας, απώλειες, ερωτικές απογοητεύσεις, επαγγελματικά σχέδια και χαμένες φιλίες. Δεν μπορούσα να πω σε κανέναν τι μου είχε συμβεί, όπως ποτέ δεν μίλησα σε κανέναν για αυτό το τρένο που όλο περνάει από μπροστά μου και χάνεται.
Από τότε κάθε φορά που βλέπω περιστέρι στο σύρμα απέναντι από το μπαλκόνι μου το κοιτάζω βαθιά. Τα περιστέρια στο σύρμα δεν μου λένε ποτέ τίποτα, με θράσος αφήνουν τις κουτσουλιές τους λερώνοντας αυτοκίνητα ή ερωτοτροπούν βιαστικά μεταξύ τους και φεύγουν. Μα εγώ ρωτάω αν ξέρουν τι απέγινε το αβγό που αφέθηκε στην πόρτα μου. Σαν να κρίνεται από την εξέλιξη αυτού του στρογγυλού λευκού εύθραυστου πράγματος το μέλλον όλου του κόσμου ή για να μην γίνομαι πολύ δραματικός, σαν να κρίνεται από αυτό η δική μου χαμένη ελπίδα.