ΠΙΤΕΡ ΠΑΝ

Ο γιος της είχε παντρευτεί την Παρασκευή. Την Κυριακή το πρωί η πιο κακιά ξαδέρφη της της τηλεφώνησε και της είπε πως κάποιοι καλεσμένοι κόλλησαν κορονοϊό κι αυτό δεν ήταν καλός οιωνός για τον γάμο. Αυτή η ξαδέρφη την μισούσε από τότε που ήταν παιδιά. «Πόσο λατρεύω τις μπούκλες σου», της έλεγε και τάχα χάιδευε τα μαλλιά της μα στην πραγματικότητα τα τραβούσε.

Ο πρώην άντρας της είχε ήδη φύγει για το εξωτερικό, όπου έμενε με τη νέα του σύζυγο. Εκείνη κοίταξε για ώρα τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ήταν πενήντα εφτά χρόνων και δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Θυμήθηκε κάποιες στιγμές από τη λοχεία της. Κρατούσε το μωρό της και κοιταζόταν στον καθρέφτη. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης έκανε πολλούς εμετούς και ήταν πολύ αδυνατισμένη. Ήταν σαν ένα μικρό κορίτσι, που ανέλαβε να φροντίζει το παιδί κάποιας γειτόνισσας. Κι ένιωθε ακριβώς έτσι.

Όταν ήταν εννέα χρόνων, στο νησί που παραθέριζαν για ένα καλοκαίρι έκανε παρέα με ένα κορίτσι που είχε μια αδερφή δύο ετών. Το ξανθό κοριτσάκι ήταν όλη μέρα μαζί τους. Έτρεχε στα σοκάκια από πίσω τους και ορμούσε στην αγκαλιά της με εμπιστοσύνη. Εκείνη δεν είχε αδέρφια και έτρεφε βαθιά συναισθήματα για τη φίλη της αλλά και για αυτό το μικρό, χαριτωμένο πλάσμα που άλλοτε γκρίνιαζε, άλλοτε την κοιτούσε σαν να ήταν ένας σπουδαίος, τεράστιος κόσμος. Δεν ήθελε να γίνει μητέρα. Σε όλη της της ζωή ένιωθε σαν το κορίτσι που προσέχει με τρομερή επιμέλεια ένα παιδί που βρέθηκε στον δρόμο της.

Η νύφη της ήταν μια καλή κοπέλα μα είχε καταστήσει σαφές πως οι πολλές οικογενειακές συναναστροφές την εκνεύριζαν ιδιαίτερα. Ήθελε να είναι ευτυχισμένος ο γιος της και ο γάμος του να μην έχει τη μοίρα του δικού της. Το παιδί που της ανέθεσαν να φροντίζει έπρεπε τώρα να σταθεί στις δικές του δυνάμεις. Τον εμπιστευόταν πολύ μα θα της έλειπε. Ίσως να ένιωθε και ανακούφιση.

Ένας γονέας δεν θα τολμήσει ποτέ να δηλώσει ανακουφισμένος, όταν το παιδί του φεύγει. Είναι σαν να σου λένε πως όταν γίνεσαι γονιός, παύεις να είσαι ολόκληρος. Θα πρέπει ενωμένος με το παιδί σου να πορεύεσαι, να κολλάς με εμμονή πάνω του και να ζεις μέσα από αυτό κι ύστερα, αν είσαι τυχερός και μπορεί να ζει χωρίς εσένα να παρακμάσεις νιώθοντας διαρκώς παραμέληση και πικρία. Είχε δει πολλές φίλες της να ξεκινούν τα αγχολυτικά και τα υπνωτικά χάπια, όταν τα παιδιά τους έφυγαν για σπουδές ή παντρεύτηκαν. «Τα χάπια δεν παίρνουν την οδύνη. Μειώνουν το σωματικό στρες μα όταν η ψυχή σπαρταράει από ερωτήματα, δεν μπορούν να δώσουν καμία απολύτως απάντηση», της είχε πει ένας δερματολόγος, τον οποίο επισκεπτόταν συχνά για ένα έκζεμα στο χέρι που όλο υποτροπίαζε. Ήταν παράξενο ένας γιατρός να μιλά με τόσο σεβασμό στην ψυχή. Αν δεν ήταν είκοσι χρόνια νεότερός της θα τον είχε σίγουρα ερωτευτεί.

Της φίλες της τις βαριόταν πολύ. Είχε πάντα μια βαθιά αίσθηση πως δεν τη γνώριζαν κατά βάθος. Επίσης, μιλούσαν συνεχώς για την κομμώτριά της γειτονιάς και τις σεξουαλικές της ατασθαλίες. Ανικανοποίητοι άνθρωποι που μιλούν τάχα σκανδαλισμένοι για τους έρωτες άλλων ανθρώπων πλέον της ήταν τρομερά πληκτικοί.

Κοίταζε το πρόσωπό της στον καθρέφτη για ώρα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν πενήντα επτά χρόνων. Στο βλέμμα της υπήρχε παιδικό παράπονο, όπως τότε που η φίλη της με τη μικρή της αδερφή έφυγαν από το νησί και δεν τις ξαναείδε. Το παιδί που είχε αναλάβει να φροντίσει είχε εξαφανιστεί και ήταν λες και από τότε κάποια μάγισσα του παραμυθιού την καταδίκασε να μη μεγαλώνει μέσα της ποτέ. Ίσως αυτή η ξαδέρφη που ζήλευε τόσο τις μπούκλες της και τη μισούσε.

Η κατάρα της ξαδέρφης θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση μα όχι για μια γυναίκα με τη δική της μόρφωση. Δεν είχε και τόση σημασία αυτό. Όταν κάποιος δεν μεγαλώνει ποτέ, πολύ λίγα πράγματα έχουν αληθινή σημασία στα μάτια του. Θυμήθηκε ένα βράδυ που διάβαζε στον γιο της την ιστορία του Πίτερ Παν.

«Μαμά, εγώ θα μεγαλώσω σίγουρα», της είχε πει αποφασισμένος κι εκείνη τη νύχτα με γυρισμένη την πλάτη στον άντρα της σκεφτόταν ξανά και ξανά αυτά τα λόγια. Χωρίς να καταλαβαίνει τότε γιατί, είχε κλάψει με ευγνωμοσύνη για ώρα γιατί το παιδί της δεν θα είχε τη δική της μοίρα.