Ελεύθερο παιχνίδι – είδος υπό εξαφάνιση;
Όταν ήμουν μικρή, η γιαγιά μου και η μητέρα μου μού περιέγραφαν πώς έπαιζαν τα παιδιά στο χωριό τις παλιές εποχές. Τους έφτιαχναν κούκλες από πανί, στο οποίο έβαζαν πίτουρο για να είναι μαλακές και κεντούσαν τα πρόσωπά τους. Ή έφτιαχναν παιχνίδια από τενεκεδάκια. Ή άλλα παρόμοια που στην εποχή μας φαντάζουν παράξενα. Αυτά τα τόσο απλά που σήμερα φυσικά θα περιφρονούσαμε ήταν όμως για τα παιδιά εκείνης της εποχής τόσο σημαντικά.
Τα περισσότερα παιδικά δωμάτια είναι σήμερα γεμάτα με παιχνίδια. Είναι τόσα πολλά μα τα παιδιά συχνά βαριούνται να παίξουν με αυτά. Μερικές φορές τους τα κρύβουμε και τους τα εμφανίζουμε μετά από μέρες για να τους κάνουν εντύπωση. Παίζουν για λίγο και ύστερα τα παρατούν ξανά. Οι έρευνες δείχνουν πως όσο λιγότερα παιχνίδια έχει ένα παιδί, τόσο περισσότερο συνδέεται μαζί τους και άρα τόσο περισσότερο τα εκτιμά και τα απολαμβάνει.
Οι περισσότεροι γονείς παραπονιόμαστε πως δεν αντέχουμε τόσα παιχνίδια στα σπίτια μας και πως τα παιδιά μας θέλουν να βλέπουν συνεχώς τηλεόραση ή να παίζουν σε υπολογιστή και κινητό. Προσπαθούμε διαρκώς να γεμίσουμε τον χρόνο τους με δραστηριότητες και αναψυχή για να τους δώσουμε χαρά. Το παράδοξο όμως σήμερα ότι ενώ στο σημερινό παιδί προσφέρονται πολλές επιλογές για παιχνίδι και διασκέδαση, καταλήγει τελικά να κάνει κάτι που είναι βλαπτικό για την ψυχική υγεία του και την κοινωνικότητά του, παραπονιέται συχνά και τελικά δεν είναι ούτε εκείνο ούτε οι γονείς του ευχαριστημένοι. Το θέμα «παιχνίδι» δηλαδή μπορεί στη σημερινή οικογένεια να είναι θέμα αγχωτικό. Όμως δεν θα έπρεπε. Το παιχνίδι είναι στην ουσία του χαρά.
Στους Φούρνους Ερμιονίδας, το χωριό από το οποίο κατάγομαι και στο οποίο περνώ τα καλοκαίρια μου είδα ένα είδος παιχνιδιού, που είναι μάλλον υπό εξαφάνιση. Το ελεύθερο παιχνίδι. Το παιχνίδι, δηλαδή, που κάνουν τα παιδιά μόνα τους χωρίς την παρέμβαση ή την καθοδήγηση ενηλίκων. Κάποια παιδιά του χωριού ηλικιών εννέα έως δεκατεσσάρων ετών έφτιαξαν «το καταφύγιό τους» ή αλλιώς «το σπίτι τους». Θέλησα να μάθω περισσότερα πράγματα για αυτό αλλά και να το προβάλλω γράφοντας το παρόν άρθρο. Κάποια από τα μέλη της ομάδας με ξενάγησαν, όπως ξεναγούν και οποιονδήποτε άλλον το ζητήσει, και δέχτηκαν με μεγάλη χαρά να μου μιλήσουν. Θα παραθέσω τα λόγια τους καθώς και φωτογραφίες από το σπιτάκι, που έφτιαξαν σε ένα ύψωμα στο χώμα πάνω από το γήπεδο, ανάμεσα σε δέντρα.
Ο Βασίλης, που είναι ο μεγαλύτερος μού είπε πως άρχισαν όλα. «Το ξεκινήσαμε με τον άλλο Βασίλη. Θέλαμε να είμαστε μακριά από όλους. Κάποτε τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά και δεν φαινόμασταν από το κάτω προαύλιο. Σκεφτήκαμε να ερχόμαστε εδώ για να μην μας βλέπει κανείς και το ονομάσαμε «Κρησφύγετο».
Ο άλλος Βασίλης συνεχίζει. «Μετά θέλαμε να έρθουν κι άλλοι, να μας βοηθούν, να είμαστε πολλά παιδιά, να συνεργαζόμαστε. Τώρα παίζουμε όλοι μαζί σαν μια ομάδα.»
«Εγώ είμαι στο μπαρ μαζί με τη Γεωργία, εκεί έχουμε τα αναψυκτικά και τα σερβίρουμε», λέει η Κατερίνα. «Δίνουμε στους φιλοξενούμενους νερό και λεμονάδα, συμπληρώνει η Γεωργία. Μου αρέσει που καθόμαστε όλοι μαζί και τρώμε.»
«Πώς παίρνετε αποφάσεις;», ρωτάω καθότι φαίνονται όλα πολύ οργανωμένα και καθετί οργανωμένο σημαίνει αποφάσεις.
«Οι τρεις αρχηγοί κάνουν συμβούλιο και συζητούν για το τι θέλουν να κάνουμε. Μετά μας το ανακοινώνουν. Ό,τι πουν οι αρχηγοί. Γιατί είναι οι αρχηγοί», λέει ο Λάμπρος.
Ο μεγαλύτερος Βασίλης έπειτα λέει ότι όταν ξεκίνησαν δεν περίμεναν να ανοιχτούν τόσο. Όμως τα άλλα παιδιά άρχισαν να έρχονται και να κοιτάζουν. Τους καλούσαν μέσα κι εκείνα άρχισαν να δένονται με τον χώρο. Έτσι έγιναν μια μικρή κοινωνία, που συγκεντρώνονται κάθε απόγευμα και παίζουν.
Τους ζητώ να μου περιγράψουν πώς έφτιαξαν το καθετί. Κοιτάζω το χωμάτινο δρομάκι με τις δύο σειρές από πέτρες, που τοποθέτησαν τα παιδιά.
«Στην αρχή θέλαμε στο δρομάκι, στις άκρες, να φυτέψουμε λουλούδια. Ακόμη δεν έχουμε αποφασίσει τι λουλούδια να φυτέψουμε, λέει η Χριστίνα. Θέλαμε να έχουμε πιο πολλή σκιά, οπότε κατεβάσαμε τα κλαδιά. Για να μην είναι τόσο άδειο το δέντρο, φτιάξαμε στολίδι από καλαμάκια.»
«Στον κήπο φυτέψαμε φασόλια, φακές, ντομάτες, βασιλικό», συνεχίζει η Γεωργία.
Τους ρωτάω αν τους βοήθησαν οι γονείς τους.
«Μας επέτρεπαν να φέρνουμε πράγματα, να στολίζουμε ωραία το σπίτι. Όταν ήταν εκείνοι μικροί, έπαιζαν όπως εμείς. Συνεργάζονταν. Θέλουμε να κάνουμε το ίδιο. Να διασκεδάζουμε με κάτι που έχουμε φτιάξει εμείς», λέει ο μικρότερος Βασίλης.
«Η γιαγιά μου μού έχει πει ότι έφτιαχναν με πέτρες τραπεζαρία. Με τις κούκλες τους έπαιζαν τις «κουμπάρες». Το Κρησφύγετο μας ελπίζουμε ότι θα γίνει ωραίο, όπως αυτά που έκαναν στα παλιά χρόνια», λέει η Χριστίνα.
«Τα περισσότερα παιδιά σήμερα ασχολούνται με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και κλείνονται στο σπίτι. Προσπαθούμε να κάνουμε κάτι δικό μας. Φέραμε πράγματα από τα σπίτια μας. Οι γονείς μας μάς τα έδωσαν για να μην είμαστε μπροστά στις οθόνες. Μας χαροποιεί πολύ το ότι το κάναμε εμείς. Το φτιάξαμε με τα χέρια μας μόνοι μας. Είναι όλα αυτοσχεδιασμός, δεν είχαμε τίποτα στο μυαλό μας. Είμαστε πολύ περήφανοι.»
Η ομάδα αποτελείται από δέκα παιδιά. Οι αρχηγοί ορίζουν τους κανόνες. Ο καθένας κάνει μια δουλειά που του αρέσει. Ο Λάμπρος είναι ο φρουρός, ο Φοίβος, το ίδιο. Οι τρεις αρχηγοί, ο Βασίλης, ο Βασίλης και η Χριστίνα, επιβλέπουν και βοηθούν όπου χρειάζεται. Η Γεωργία και η Κατερίνα φροντίζουν τον κήπο και είναι στο μπαρ. Η Πέμυ και η Χρυσούλα σκουπίζουν. Κάποια άλλα παιδιά ήταν στην ομάδα και αποχώρησαν.
Η ομάδα σκοπεύει να συνεχίσει το παιχνίδι της και τον χειμώνα. Τον περασμένο χειμώνα έρχονταν μετά την εκκλησία, καθάριζαν και κάθονταν στο Κρησφύγετο για ώρα. Ή όποτε δεν είχαν διάβασμα.
«Θέλουμε να αλλάξουμε όνομα, να το πούμε «Το Παιδικό Σπίτι». Το έχουμε φτιάξει εμείς με τα χέρια μας. Για να παίζουν τα παιδιά. Να φτιάχνουν τα παιδιά τα πράγματά του. Οι μεγάλοι έχουν κάτι περισσότερο από εμάς και τα φτιάχνουν όλα πιο ωραία αλλά εμείς με τη φαντασία μας μπορούμε να φτιάξουμε τα ίδια», λέει ο μικρότερος Βασίλης.
«Εδώ καταφεύγουμε. Όταν βαρεθούμε το μπάσκετ ή το ποδόσφαιρο στο προαύλιο. Είναι ένας ξεχωριστός χώρος το Κρησφύγετο», λέει ο άλλος Βασίλης.
Ο μεγάλος Βασίλης είδε σε ένα βίντεο στο διαδίκτυο ένα σπίτι από 200 κούτες κολλημένες. Διώροφο. Λέει ότι είναι ο επόμενός τους στόχος. Με τη βοήθεια των γονιών τους. Έχουν διάφορα σχέδια για το μέλλον.
Τα παιδιά με κέρασαν λεμονάδα και κουλουράκια, που αγόρασαν ειδικά για την επίσκεψή μου. Στο ντουλάπι τους, που είναι φτιαγμένο από χαρτόκουτο φυλάνε τρόφιμα, που τρώνε όλοι μαζί. Χθες με λύπη τους είδαν πως κάποιοι είχαν κλέψει τα τρόφιμα καθώς και έναν κουμπαρά με κέρματα. Τα χρήματα αυτά τα μάζεψαν όλοι και θα τα χρησιμοποιούσαν για το Κρησφύγετο τους. «Θα το αντιμετωπίσουμε, είπε ο μικρότερος Βασίλης. Δεν έρχονται πάντα τα πράγματα όπως τα θέλουμε.»
Βλέπω πως όλη αυτή η προσπάθεια τα κάνει να νιώθουν όμορφα. Την αντιμετωπίζουν οργανωμένα, με πολλή σοβαρότητα.
Αναρωτιέμαι πόσο είναι σήμερα δυνατή, πόσο θα είναι δυνατή στο μέλλον μια τέτοια μορφή παιχνιδιού. Ακόμη και στην πόλη τα παιδιά προηγούμενων γενιών έπαιζαν στις αλάνες. Ο κόσμος τώρα θεωρείται ένα μέρος επικίνδυνο. Ειδικά στα αστικά κέντρα, δεν υπάρχουν ασφαλείς χώροι, όπου τα παιδιά μας να μπορούν να παίζουν ελεύθερα μόνα τους.
Οι ειδικοί ψυχικής υγείας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον εθισμό παιδιών, εφήβων και νέων στο διαδίκτυο. Οι εκπαιδευτικοί συνεχώς μιλούν για το γνωστικό επίπεδο των μαθητών που όλο και πέφτει αλλά και για τα πολλά προβλήματα που παρουσιάζουν, ψυχολογικά, προσαρμογής ή συμπεριφοράς. Οι γονείς είναι πολύ αγχωμένοι. Όμως, τα παιδιά χρειάζονται δημιουργικές διεξόδους, που να τις επιλέγουν τα ίδια και να τις αγαπούν. Χρειάζεται να μάθουν να συνεργάζονται, να διαφωνούν, να συμφιλιώνονται και τελικά να συνυπάρχουν σε αυτορυθμιζόμενες ομάδες. Όχι μόνο να αποκτούν γνώσεις και εφόδια. Όχι μόνο να είναι καλοί στα μαθήματα, στα αθλήματα, στις ξένες γλώσσες. Τα τελευταία τριάντα χρόνια θεωρούμε την παιδική και εφηβική ηλικία ως την περίοδο στην οποία ένα παιδί υποχρεούται να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερες δεξιότητες σε ανελέητο αγώνα δρόμου. Σχεδόν μας ενοχλεί η ανάγκη του να παίξει. Το παιχνίδι, όμως, εξασκεί το μυαλό και καθαρίζει την ψυχή. Αν δίναμε εμείς οι ενήλικοι τη δυνατότητα στον εαυτό μας να χαίρεται περισσότερο, ίσως το καταλαβαίναμε καλύτερα αυτό.
Εν κατακλείδι, το ελεύθερο παιχνίδι είναι είδος υπό εξαφάνιση; Σε μια εποχή με τόσο περιορισμό και τόση πληθώρα ταυτόχρονα, με τόσες πληροφορίες και τόσο φόβο, θα καταφέρει να επιβιώσει; Θα βρουν τα παιδιά τον τρόπο; Ή μήπως πρέπει εμείς, η κοινωνία των ενηλίκων, η πολιτεία, οι γονείς, το σχολείο να αλλάξουμε έστω και λίγο προσανατολισμό;
Μήπως να δώσουμε λίγο χώρο, λίγη ελευθερία στα παιδιά, αν μη τι άλλο στο παιχνίδι τους;