Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΥΑ ΦΟΡΕΜΑ ΚΑΙ Ο ΦΡΟΪΝΤ

Είδα ένα όνειρο νωρίς το πρωί και ξύπνησα όμορφα. Μετά από ξενύχτι με μια μεγάλη παρέα, που εξαφανίστηκε, βρισκόμουν μόνη μου σε ένα βουνό και περίμενα διακαώς να παραγγείλω καφέ σε μια καντίνα. Ο υπάλληλος ήταν ένας χαριτωμένος, στρουμπουλός Κορεάτης, που καταλάβαινε ελληνικά, αλλά απαντούσε στη γλώσσα του. Περίμενα για αρκετή ώρα να πάρουν τους καφέδες τους οι προηγούμενοι πελάτες και ήμουν πιο πέρα για να μην τους πνίγω με την ανυπομονησία μου. Είμαστε, άλλωστε και σε πανδημία. Λίγο πριν έρθει η σειρά μου μια κυρία γύρω στα πενήντα με πουά φόρεμα, φουσκωτά μαλλιά και κόκκινα τακούνια με προσπέρασε σαν να μην βρισκόμουν εκεί και παρήγγειλε τον καφέ της στον Κορεάτη. Ο ήχος των τακουνιών της παρόλο που ήμασταν στο βουνό ακούστηκε σαν σε πλακάκια και μου τρύπησε το κεφάλι. “Έναν καπουτσίνο γλυκό, παρακαλώ”, άκουσα μια φωνή εκνευριστική όσο τα τακούνια.

Τότε άρχισα να νιώθω μέσα μου εκείνο το συναίσθημα που για χρόνια απέφευγα, που όλο το φοβόμουν κι όλο με πετύχαινε ξαφνικά σε στιγμές και ώρες ανύποπτες σαν τοκογλύφος που δεν ξεχνά ποτέ πόσα τους χρωστάς. Τον Θυμό. Ο Θυμός εμφανίζεται διαφορετικά στο σώμα κάθε ανθρώπου. Σε μένα είναι πάντα στο στήθος, ένα σφίξιμο, σαν ένα ηφαίστειο που ξεκινά τη δράση του, σαν κάποιος που προσπαθεί να λυθεί μα είναι δεμένος. Για χρόνια δεν τον άκουγα ποτέ. “Μη μιλάς”, έλεγα. “Πρέπει να είμαστε καλοί, ευγενικοί και προπάντως συμπαθητικοί.” Μα σε εκείνο το όνειρο ήθελα τόσο πολύ να πιω καφέ που δεν άντεξα. “Κυρία μου, περίμενα πριν από εσάς”, είπα ευγενικά και κοφτά. “Ναι, το ξέρω ότι περιμένατε”, μου απάντησε η κυρία και προχώρησε να πάρει τον καφέ τη σαν να νόμιζε πως όλοι θα έπρεπε μόνιμα να υποκλίνονται στη θηλυκότητά της. Ο Κορεάτης μίλησε στην παράξενη γλώσσα του και κάποιοι παράξενοι ήχοι έφτασαν στα αυτιά μου, κοφτοί, λίγο αστείοι, μα δεν έχει σημασία αυτό. Ο καφές της κυρίας ήταν έτοιμος.

Εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμη να πω στον Θυμό μου να πάει να πνιγεί μα έδρασα αλλιώς αυτή τη φορά. Προχώρησα αποφασιστικά, πήρα τον καφέ της κυρίας και της είπα με ψεύτικο χαμόγελο. “Τον πίνω σκέτο, μα καλό είναι να γλυκαίνουμε μερικές φορές τη ζωή μας”. Πλήρωσα και ο υπάλληλος με αποχαιρέτισε στα κορεάτικα χαμογελαστός και εντελώς αδιάφορος για το δράμα που είχα μόλις ζήσει.

Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι που θέλουν να είναι πάντα καλοί και ευγενικοί και μετά παραπονιούνται πως αδικήθηκαν ζουν με την εντελώς λανθασμένη πεποίθηση ότι μπορεί κανείς να τους αγαπάει όλους ή ότι μπορεί από όλους να αγαπιέται. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που διάβασα σε ένα βιβλίο του Φρόιντ ότι εδώ και αιώνες η θρησκεία μας προκάλεσε μεγάλη δυσκολία, όταν μας είπε ότι πρέπει να αγαπάμε τον κάθε άνθρωπο. Ο Φρόιντ είπε πως ο ίδιος δεν μπορούσε να αγαπάει κάθε άνθρωπο που γνωρίζει, αλλά μόνο αυτούς που άξιζαν την αγάπη του. Θα ήθελα να τον βρω στον παράδεισο των μεγάλων στοχαστών και να τον ευχαριστήσω για αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα εναλλακτική οπτική που μου έδωσε.

Έτσι λοιπόν τελείωσε το όνειρο και ξύπνησα όμορφα. Περπατούσα στο βουνό πίνοντας τον ζεστό, γλυκό καφέ μου. Ο ήλιος έβγαινε και περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές, τα πουλιά κελαηδούσαν αμέριμνα γιορτάζοντας για τη νέα μέρα που ήρθε. Ο κόσμος ξαφνικά ήταν λιγότερο βαρύς κι άσχημος. Δεν ήμουν υποχρεωμένη να εξυπηρετήσω κανέναν και άντεχα να είμαι αντιπαθητική. Από μακριά ακούγονταν τα τακούνια της κυρίας σαν σε πλακάκια μα αυτός ο απόηχος μου ήταν πλέον εντελώς αδιάφορος.