ΑΝΑΛΑΜΠΗ

Όταν γύρισε από τις διακοπές του, το τραπέζι στο στενό μπαλκόνι του ήταν γεμάτο κουτσουλιές. Εκνευρισμένος έβρισε για ώρα τον αέρα και ύστερα αναρωτήθηκε τι κακό έκανε το καλοκαίρι, γιατί ήταν πεπεισμένος πως το κάρμα μπορεί να σε εκδικηθεί, όταν δεν είσαι σωστός. Ύστερα με το λάστιχο έριξε νερό στις κουτσουλιές, διαλύθηκαν και λίγες μέρες μετά το συμβάν είχε ξεχαστεί.

Η πανδημία τον είχε εξουθενώσει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς ένιωθε πριν το 2020 και όταν κοιτούσε το αξύριστο πρόσωπό του αναρωτιόταν ποιος ήταν αυτός ο άντρας που φαινόταν πολύ γερασμένος. Στο γραφείο τον ρώτησε κάποια συνάδελφος αν του συνέβαινε κάτι και ντράπηκε. Οι φίλοι του ήταν όλοι χαμένοι στις οικογένειές του μα εκείνος δεν είχε οικογένεια και ούτε επιθυμούσε να γίνει πατέρας.

Στα μέσα του Σεπτέμβρη άρχισε ξανά να καπνίζει στο μπαλκόνι. Ξαφνιασμένος είδε κάποια στιγμή ένα περιστέρι να κοιμάται μέσα σε ένα γλαστράκι, που ήταν άδειο πάνω σε μια μεταλλική ντουλάπα. Του φάνηκε παράξενο, μα δεν έδωσε σημασία. Κάθε βράδυ, όμως, έβλεπε ξανά και ξανά το περιστέρι. Άρχισε να το συνηθίζει και από μέσα του τού μιλούσε. «Νιώθω πως τίποτα δεν έχει νόημα», του έλεγε. Ή «έχω κουραστεί να προσπαθώ τόσο» ή κάτι πιο πεζό, όπως ότι η βενζίνη είχε ακριβύνει εξωφρενικά.

Ένα πρωί Σαββάτου από το γλαστράκι ξεπρόβαλαν δυο μικρά κεφάλια. Ήταν γκρίζα, χνουδωτά και κοιτούσαν τον κόσμο αθώα, ατσούμπαλα και λίγο αστεία. Όταν πλησίασε λίγο ακόμη κρύφτηκαν φοβισμένα. Τότε για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε δέος. Η κάθε νέα ζωή είναι ακόμη ένας κρίκος στην αλυσίδα της αιωνιότητας.

Την επόμενη Δευτέρα σκεφτόταν την αυτοκτονία. Μπορούσε να πηδήξει από το μπαλκόνι ή να πέσει στις ράγες του τραμ, αλλά δεν άντεχε να φαντάζεται το σώμα του στραπατσαρισμένο. Αγαπούσε πολύ τον εαυτό του για να τον εξοντώσει. Μα είχε σχεδόν ξεχάσει πώς να νιώθει. Όταν δεν μπορείς να νιώσεις, περιφέρεσαι στριφνός και ασεβής απέναντι στη ζωή. Εκείνη σου προσφέρεται το κάθε λεπτό μα εσύ της λες, «δεν θα πάρω», σαν να αρνείσαι με αγένεια ένα γλύκισμα που σου προσφέρει ένα ευτυχισμένο παιδί που γιορτάζει. Από την άλλη δεν φταις. Είμαστε άνθρωποι, φτιαγμένοι μερικές φορές να παγώνουμε.

Κοιτούσε τα λιγοστά φώτα στα μακρινά διαμερίσματα απέναντι. Κάποιο τρεμόσβηνε και πρέπει να ήταν τηλεόραση. Ένα τελευταίο τρόλεϊ πέρασε στη λεωφόρο, σε λίγο θα ήταν μεσάνυχτα. Τα νεογέννητα πουλάκια κοιμούνταν κρυμμένα στην ασφάλεια της γλάστρας. Το περιστέρι κοιμόταν όρθιο πάνω στη λάμπα. Άγρυπνος φύλακας και αφοσιωμένη μητέρα, αυτό το πλάσμα ήταν η μόνη του παρέα. Ήταν μια αναλαμπή μέσα σε αυτήν την ατέλειωτη νύχτα, ήταν το καθήκον που είναι τυφλό και ενστικτώδες, που ενώνει τους κρίκους της αιωνιότητας, που λέει ρητά και κοφτά χωρίς δραματικούς προβληματισμούς πως η ζωή πρέπει να συνεχίζεται.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *