Τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για μένα και ήταν η πρώτη φορά που περνούσα κάτι τέτοιο. Η ζωή μου μέχρι τα σαράντα μου χρόνια ήταν αρκετά καλή, χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις. Μεγάλωσα σε μια ευκατάστατη οικογένεια χωρίς εντάσεις, ήμουν καλός μαθητής και αρκετά δημοφιλής, σπούδασα χωρίς δυσκολίες, ήμουν επαγγελματικά ικανός και κατάφερα να δημιουργήσω μια κερδοφόρα επιχείρηση με πολλή δουλειά αλλά και όρεξη. Ζούσα σε ένα διαμέρισμα, σε μια όμορφη πολυκατοικία μπροστά στη θάλασσα με μια εμφανίσιμη και καλή γυναίκα και νόμιζα ότι ο γάμος μου ήταν πετυχημένος μέχρι που εκείνη μια μέρα που ανακοίνωσε ότι με άφηνε γιατί για χρόνια ήταν δυστυχισμένη μαζί μου. Δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω με λεπτομέρειες εκείνη τη συζήτηση, άλλωστε το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που όλα πια τα θυμάμαι θολά, ωστόσο αυτό που δεν θα ξεχάσω ήταν το βλέμμα της όταν μου έλεγε ότι ποτέ δεν της έδωσα τίποτα. Λίγους μήνες μετά η οικονομική κρίση έπληξε και τη δική μου επιχείρηση με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να δουλεύω από το σπίτι και να στερηθώ μικρές πολυτέλειες στις οποίες είχα μάθει. Η ζωή μου άλλαξε δραματικά και ήταν η πρώτη φορά που ήμουν τόσο μόνος.
Στην αρχή ένιωθα μόνο θυμό. Μιλούσα άσχημα σε υπαλλήλους τραπεζών ή σε πελάτες στο τηλέφωνο, ήμουν εξοργισμένος με τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και όσους κινούν τα νήματα του χρηματιστηρίου, έσπασα μερικά πιάτα και τρεις φορές κλώτσησα την ηλεκτρική κουζίνα στην προσπάθειά μου να μάθω να μαγειρεύω. Η γυναίκα μου δεν ζήτησε διατροφή, ούτε διεκδίκησε κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήσαμε μετά τον γάμο μας και για ό,τι χρειαζόταν επικοινωνούσα μαζί της μέσω του δικηγόρου μου. Για μένα ήταν σαν να είχε πεθάνει και όταν έμαθα από μια κοινή μας φίλη έναν χρόνο μετά ότι ζούσε με κάποιον άλλο, το μόνο που ένιωσα ήταν την καρδιά μου να παγώνει και το σώμα μου να παγώνει και γρήγορα άλλαξα κουβέντα.
Όλα πήγαιναν κατά διαόλου, όταν άρχισα να έχω προβλήματα στην υγεία μου. Ταχυκαρδίες, ζαλάδες, αϋπνίες και ένα αβάσταχτο αίσθημα κούρασης που με έκανε να σέρνομαι μέσα στο σπίτι με βρώμικες πιτζάμες σαν άρρωστος γέρος και με πολλή δυσκολία να δουλεύω. Ήταν παράξενο γιατί πάντα φρόντιζα την υγεία μου, ποτέ δεν έβαλα τσιγάρο στο στόμα μου και τακτικά γυμναζόμουν. Έκανα όλες τις εξετάσεις και επισκέφθηκα τρεις γιατρούς, ο τελευταίος μου είπε ότι αυτά ήταν συμπτώματα κατάθλιψης και ότι καλό θα ήταν αντί να επαναλαμβάνω τις εξετάσεις αίματος να απευθυνθώ σε ψυχίατρο. Του είπα να πάει αυτός σε ψυχίατρο, πήρα τις εξετάσεις μου και έφυγα κλείνοντας την πόρτα θυμωμένος. Δεν ξαναπήγα σε γιατρό και αφέθηκα σε έναν μαύρο χειμώνα. Δούλευα μόνο και δεν έβλεπα κανέναν φίλο ή συγγενή, απέφευγα ακόμη και να μιλάω στους γονείς μου στο τηλέφωνο και η αδερφή μου μόνο τηρούσε τη συνήθεια που για χρόνια κρατούσαμε και πήγαινε στο σπίτι τους τις Κυριακές για φαγητό. Τα βράδια πίστευα πως θα πέθαινα μόνος και απελπισμένος και το σώμα μου θα σάπιζε και θα μύριζε και μετά από μέρες θα το έβρισκαν και θα ήταν αποκρουστικό. Αν μη τι άλλο έναν τέτοιο θάνατο για μένα ποτέ πριν δεν είχα φανταστεί. Και τότε παρακαλούσα το Θεό, όχι να με βοηθήσει, όχι να με σώσει, όχι να με λυτρώσει, παρά μόνο να κάνει αυτόν τον πόνο που ένιωθα δάκρυα για να βγει έστω και λίγος από μέσα μου.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ μέχρι τότε δεν πίστεψα ποτέ ότι μια προσευχή έχει κάποιο νόημα. Νομίζω πως μέχρι τότε δεν πίστευα καν στον Θεό αν και πήγαινα στις εκκλησία στις μεγάλες γιορτές και μάλιστα το Πάσχα φρόντιζα να σηκώνω τον Επιτάφιο, όπως έκανε ο πατέρας μου, όταν ήμουν παιδί, με πολύ καμάρι. Από μικρός όμως είχα καταλάβει ότι η ζωή είναι άδικη και ότι ίσως και Θεός να μην υπήρχε τελικά, όταν ένας συμμαθητής μου στην ηλικία των επτά πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο. Αυτή την αδικία την ξαναβρήκα πολλές φορές μπροστά μου, σε ντοκιμαντέρ για την πείνα στην Αφρική, στον δρόμο σε ανθρώπους ταλαίπωρους που έριχνα στα κύπελλά τους κέρματα και σε ιστορίες που άκουγα για παιδιά που έχασαν γονείς και ανθρώπους που έχασαν μέλη. Εγώ όμως μέχρι να χάσω τον γάμο μου και την εικόνα του επιτυχημένου που πολλοί κάποτε ζήλευαν, ποτέ δεν είχα χάσει τίποτα σημαντικό στη ζωή μου, ποτέ δεν είχα συμπονέσει πραγματικά άλλους και ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί ούτε για μια φορά γιατί εμένα να μου αξίζουν τα τόσα πολλά που ως τότε είχα.
Οι σκέψεις για το τι έκανα λάθος με βασάνιζαν. Γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί μου; Στην αρχή με πλήγωνε περισσότερο το ότι απέτυχα και όχι το ότι δεν έδωσα στον άνθρωπο που αγαπούσα όσα χρειαζόταν. Τον τελευταίο καιρό άρχισα να αναλογίζομαι τη ζωή μας και τη συμπεριφορά μου απέναντί της. Δούλευα πάρα πολλές ώρες, στο σπίτι ήμουν συνεχώς αγχωμένος ή απορροφημένος από τις επιτυχίες μου. Τα βράδια εκείνη διάβαζε βιβλία και πολλές φορές μου μιλούσε για αυτά κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μηχανικά και σκεφτόμουν τις επενδύσεις μου. Τις Κυριακές με παρακαλούσε να περπατήσουμε στη θάλασσα αλλά πηγαίναμε πάντα στους γονείς μου, οι οποίοι δεν τη συμπαθούσαν. Συχνά μιλούσα επικριτικά για το σώμα της ή το ντύσιμό της και ειδικά όταν πηγαίναμε σε σπίτια πλούσιων συνεργατών ή πελατών, στoυς οποία ήθελα να την επιδείξω.
Πριν λίγες μέρες, ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό Ιανουαρίου γεμάτος ενοχή αναρωτιόμουν γιατί ενώ την έβρισκα όμορφη, της έλεγα συνεχώς να αδυνατίσει και θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου στα νεανικά μου χρόνια μού έλεγε πως ένας επιτυχημένος άντρας δίπλα του χρειάζεται μια ωραία γυναίκα που να μιλάει λίγο. Ήμουν στην κουζίνα και έπινα καφέ και τότε έγινε κάτι παράξενο. Σήκωσα το κεφάλι μου και αντίκρισα τη θάλασσα. Το μάτι μου ταξίδεψε λίγο στο λαμπύρισμά της και ήταν σαν να έβλεπα τη θάλασσα για πρώτη φορά. Και ίσως να ήταν η πρώτη φορά, γιατί όταν ήμουν παντρεμένος έλειπα συνεχώς από το σπίτι και μετά το διαζύγιο καμιά ομορφιά δεν άγγιζε την ψυχή μου. Θυμήθηκα τη γυναίκα μου να μου λέει πόσο υπέροχα ένιωθε σε αυτό το σπίτι, που μπορούσε να κοιτάζει τη θάλασσα κι εγώ να της απαντώ πως για μένα οι ονειροπολήσεις ήταν χρόνος χαμένος. Αυτό μου το έλεγε ο πατέρας μου όταν μικρός καμιά φορά την ώρα που διάβαζα, σήκωνα το κεφάλι και κοιτούσα από το παράθυρο ένα μεγάλο, όμορφο δέντρο. Ίσως τελικά ο πατέρας μου δεν είχε δίκιο σε όσα είχε πει, σκέφτηκα, και χάζεψα λίγο ακόμη τη θάλασσα σαν μαγεμένος που ξυπνούσε από σκοτεινό ξόρκι. Λίγο μετά σηκώθηκα, ντύθηκα και βγήκα για να πάρω εφημερίδα. Η μέρα ήταν τόσο όμορφη κι εγώ ήθελα να μείνω στον ήλιο. Με την εφημερίδα αγκαλιά αφέθηκα στα βήματά μου κι έκανα τον πρώτο μου περίπατο μετά από ούτε που μπορώ να θυμηθώ πόσο καιρό. Τα βήματά μου με οδήγησαν στη μαρίνα, γύρω μου άνθρωποι απολάμβαναν την κυριακάτική τους βόλτα κοιτάζοντας τα σκάφη, άλλοι ζευγάρια, άλλοι σε παρέες, άλλοι μόνοι, άλλοι με καρότσια με μωρά ή παιδιά που έτρεχαν ανέμελα ή με σκυλιά που κουνούσαν φιλικά τις ουρές τους.
Περπατούσα ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους που απολάμβαναν την κυριακάτικη βόλτα τους στη μαρίνα και το μυαλό μου περιπλανιόταν σε αναμνήσεις και σκέψεις και συνειδητοποιήσεις για τη ζωή μου. Είχα κάνει λάθη στον γάμο μου, όμως στους γάμους δεν υπάρχουν θύτες και θύματα και είχε και η γυναίκα μου ευθύνη για τα τόσα χρόνια της δυστυχίας της δίπλα μου. Τι όμορφα που χαμογελάνε τα παιδιά, σαν να μην υπάρχει παρά μόνο παρόν. Έζησα τη ζωή μου ακριβώς όπως μου υπέδειξε ο πατέρας μου και τις προάλλες σε ένα βιβλίο διάβασα ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό για έναν άνθρωπο από το να ακολουθήσει όσα του είπαν οι γονείς του χωρίς να αναρωτηθεί ποτέ αν τα θέλει πραγματικά. Τι ήθελα από όσα ζούσα και τι από όσα ήθελα έζησα; Τελικά δεν είναι κι άσχημο να δουλεύεις στο σπίτι όταν είσαι τόσο κοντά στη θάλασσα. Θα περπατάω κάθε μέρα. Σίγουρα υπάρχει Θεός, αν ένας γλάρος ανοίγει τα φτερά του και πετάει. Τόσα χρόνια δεν ήξερα να αγαπώ. Αυτή η κοπέλα έχει πολύ όμορφα μαλλιά. Θέλω να αγαπήσω πάλι. Αλλά μέχρι τότε ακόμη και μόνος θα μάθω να περνάω όμορφα.
«Αχ, Αλκυονίδες μέρες!», είπε μια μεσήλικη κυρία στη μικρή εγγονή της. «Είναι μέρες με ήλιο στην καρδιά του χειμώνα.» Η μικρή κοίταξε τον ουρανό και κούνησε το μπαλόνι της. Ναι, ο χειμώνας δεν είχε περάσει και ούτε και ήξερα πόσοι χειμώνες με περίμεναν ακόμη. Όμως αυτή τη φωτεινή μέρα την είχα κερδίσει.