YESTERDAY

Εκείνο το καλοκαίρι είχα χωρίσει από έναν νεαρό, που έκλεψε τελικά και την παρέα μου. Μόλις είχαμε τελειώσει το πανεπιστήμιο και μας περίμενε η ενήλικη ζωή σαν νυχτερίδα έτοιμη να μπλεχτεί στα μαλλιά μας. Η σχέση αυτή είχε τελειώσει ειρηνικά μα επειδή εγώ ζήτησα τη διακοπή της, η παρέα μας αποφάσισε να τον υποστηρίξει κι έτσι κανόνισαν διακοπές όλοι μαζί χωρίς εμένα. Βρέθηκα χωρίς τη φοιτητική μου παρέα, σαν ναυαγός που αναρωτιόταν γιατί είχε εξ αρχής ξεκινήσει αυτό το ταξίδι στη θάλασσα.

Έκλεισα δωμάτιο σε κάποιο φτηνό συγκρότημα, που βρήκα στο διαδίκτυο, χωρίς να σκεφτώ καν αν μου άρεσε το μέρος. Απλώς μου φάνηκε ήσυχο. Τα παραθεριστικά μέρη έσφυζαν από ζωή, μουσικές και οχλαγωγία. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως η μικρή παραλιακή κωμόπολη, στην οποία πήγα, ήταν προορισμός για οικογένειες ή συνταξιούχους, που έκαναν και τα μπάνια τους στα ιαματικά λουτρά της.

Σαν ξένη σε μια ζωή που ήταν τώρα να ξεκινήσει περπατούσα νιώθοντας έντονη αδιαφορία και θυμό για όλα. Οι άνθρωποι συζητούσαν στις ταβέρνες κι έπιναν καφέδες και ο κόσμος μου φαινόταν ξαφνικά σαν ένα μέρος, στο οποίο ήσουν προορισμένος μόνο να τρως, να πίνεις και να μιλάς χωρίς κανείς να σε καταλαβαίνει ή χωρίς να καταλαβαίνεις εσύ κανέναν. Κάποια στιγμή είδα σε ένα παγκάκι έναν άντρα γύρω στα πενήντα. Θα μπορούσε να είναι σαν τον πατέρα μου και τους φίλους του, μόνο που έκανε κάτι που δεν θα έκαναν ποτέ αυτοί. Χάζευε τη θάλασσα και κρατούσε ένα ραδιοφωνάκι, που έπαιζε το “Yesterday” των Beatles. Κάτι με έκανε να καθίσω δίπλα του. Όλη αυτή η εκδρομή ήταν άλλωστε τρομερά σουρεαλιστική.

Εκείνος με κοίταξε χωρίς έκπληξη με ηρεμία που αντλούσε από κάποια παράξενη εσωτερική πηγή. Εγώ έμεινα αμίλητη, παγωμένη στον χρόνο, ήμουν στ’ αλήθεια χωρίς καμιά διάθεση για ζωή εκείνη τη περίοδο.

«Σας ενοχλεί η μουσική;», με ρώτησε, όταν τελείωσε το τραγούδι.

«Το αντίθετο», απάντησα. «Μου φαίνεστε το πιο ενδιαφέρον άτομο σε αυτό το μέρος».

«Μα είστε πολύ μικρή για να χάνετε έτσι το ενδιαφέρον σας», μου απάντησε χαμογελώντας καλοσυνάτα.

«Είμαι συγγραφέας», του απάντησα. «Νιώθω περισσότερο ενδιαφέρον για όσα υπάρχουν στο κεφάλι μου παρά για όσα συναντώ έξω από αυτό.»

«Εξαιρετικά», μου απάντησε.

Το επόμενο λεπτό ένα αγόρι γύρω στα επτά έτρεξε στην αγκαλιά του φωνάζοντάς τον «παππού». Εκείνος το αγκάλιασε με θέρμη. Ζήλεψα τόσο το αγόρι. Ο παππούς μου είχε πεθάνει, όταν ήμουν πολύ μικρή.

«Θα πάμε στο εκκλησάκι;», ρώτησε ο μικρός με αγωνία.

«Ναι, αγόρι μου», απάντησε ο άντρας κι ύστερα με κοίταξε.

«Θέλετε να έρθετε; Λίγο πιο πάνω, ανεβαίνοντας προς το βουνό είναι ένα μικρό εκκλησάκι πάνω από τη θάλασσα. Ευκαιρία να εμπνευστείτε», μου είπε.

Δέχτηκα ευγνωμονώντας για την τρελή εξέλιξη εκείνου του απογεύματος. Για λίγο αναρωτήθηκα αν θα ήταν σωστό και ασφαλές. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι πολύ συνετό να μπαίνει μια κοπέλα στο αυτοκίνητο ενός αγνώστου. Μερικές φορές είναι τρομερά δύσκολο για ένα κορίτσι να εμπιστευτεί τους άντρες. Μα ο άντρας αυτός δεν έμοιαζε καθόλου με σεξουαλικό αρπακτικό. Είχε γκρίζα μαλλιά, αραιωμένα μπροστά. Τα μάτια του ήταν στρογγυλά και πράσινα και ήταν αξύριστος. Η μπλούζα του ήταν κίτρινη και καλοσιδερωμένη από κάποια τρυφερή σύζυγο. Η όψη του ενέπνεε μόνο καλοσύνη.

Η αλήθεια είναι πως πάντα υπάρχουν ώριμοι άντρες που είναι ευγενικοί και καλοί και τους ενδιαφέρει απλώς και μόνο να βοηθήσουν ένα χαμένο κορίτσι. Από την εποχή της Κοκκινοσκουφίτσας, που συνάντησε τελικά τον σωτήριο κυνηγό, συνέβαινε αυτό. Αυτοί οι άντρες δεν κοιτάζουν ποτέ άσεμνα μια κοπέλα και ίσως να τους αρέσει πολύ ο ρόλος του πατέρα ή του δασκάλου. Αγαπούν συνήθως μια γυναίκα και δεν επιβεβαιώνονται από βλέμματα θαυμασμού των υπολοίπων. Κουβαλούν μέσα τους κάτι φευγαλέα ιπποτικό ή κάτι το βαθιά σοφό ή κάτι που απλώς σε βοηθάει να βρεις έναν δρόμο.

Έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο αυτού του αγνώστου και πίσω κάθισε το γλυκό, ευτυχισμένο αγόρι που δεν αναρωτήθηκε ποια ήμουν και τι ήθελα μαζί τους. Όταν το αυτοκίνητο άρχισε να ανεβαίνει το βουνό, ένιωσα ίλιγγο. Όταν ήμουν μικρή, σε έναν τέτοιο δρόμο είχαμε ένα ατύχημα. Η μητέρα μου τραυμάτισε άσχημα το χέρι της και αιμορραγούσε και ο πατέρας μου έβαλε τα κλάματα και δεν μπορούσε να συνέλθει για να τη βοηθήσει. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, μόνο το αίμα, την απελπισία τους και αυτήν την τρομερή αίσθηση πως ο επικείμενος θάνατός σου είναι πάντα κάπου εκεί κοντά.

Φτάσαμε στο εκκλησάκι κι εγώ ήμουν χλωμή. Ο άντρας σεβάστηκε απόλυτα τον τρόμο μου και δεν μου είπε τίποτα και το παιδί έτρεχε χαρούμενο μουρμουρίζοντας λόγια από τα αγαπημένα του κινούμενα σχέδια.

Κάθισα στο πεζούλι και η θάλασσα κάτω ήταν συγκλονιστική.

«Θα προσευχηθείτε;», με ρώτησε ο άντρας.

«Δεν συνηθίζω να προσεύχομαι», απάντησα. Η αλήθεια είναι πως ήμουν πολύ μικρή για προσευχές.

«Αν προσευχόσασταν, τι θα ζητούσατε;», με ρώτησε και απόρησα με την επιμονή του.

«Γαλήνη», απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Με κοίταξε και χαμογέλασε σαν να είχαν δει πολλά τα μάτια του και αυτό που έλεγα να ήταν κάτι χαριτωμένο κι αστείο.

«Μα είστε συγγραφέας», μου είπε γλυκά. «Δεν είστε φτιαγμένη για γαλήνη. Κι ίσως κανένας άνθρωπος να μην είναι φτιαγμένος για αυτό.»

«Ωραία τα λέτε, μα εγώ υποφέρω διαρκώς», του είπα και βούρκωσα.

Δεν είπε τίποτα. Βυθίστηκε στη σιωπή και λίγο μετά τα μάτια του στράφηκαν με αγάπη στον εγγονό του.

Ύστερα φύγαμε. Όταν βγήκαμε από το αυτοκίνητο, το αγόρι με αγκάλιασε. Βούρκωσα σαν να έπαιρναν ξαφνικά άγρια κάποιοι άγνωστοι ένα δικό μου παιδί.

«Σας ευχαριστώ πολύ για τη βόλτα», του είπα.

«Πότε φεύγετε;», με ρώτησε μόνο.

«Αύριο το πρωί», απάντησα με θλίψη.

«Σας εύχομαι ό,τι μπορεί να ευχηθεί κάποιος σε έναν συγγραφέα. Να γράφετε», μου είπε.

Ήθελα να του πω πως το γράψιμο ήταν για μένα σαν ένα είδος εμετού ή αιμορραγίας, μα θα ακουγόταν άξεστο. Τον κοίταξα με έκπληξη να χάνεται σε ένα στενό, ενώ ο εγγονός του δίπλα περπατούσε χαρούμενα.

Είκοσι χρόνια μετά βρέθηκα ξανά σε αυτό το εκκλησάκι. Ήμουν πια σε μια ηλικία στην οποία ένιωθα υποχρέωση να πω στον Θεό ή στη ζωή «ευχαριστώ» για τα όσα καλά είχα στη ζωή μου, ακόμη και αν συνοδεύονταν πολλές φορές από ματαίωση και δυσκολία. Το βουνό μου προκαλούσε ακόμη ίλιγγο. Το ματωμένο χέρι της μητέρας μου και το θολό βλέμμα του πατέρα μου δεν είχαν καθόλου ξεχαστεί. Αλλά είχα καταλάβει πως τα τραύματα δεν φεύγουν ποτέ, απλώς πορευόμαστε με αυτά, τα αποδεχόμαστε και τελικά τα αγαπάμε γιατί μας δημιούργησαν.

Λίγο μετά ο ήλιος έδυε στην παραλιακή λουτρόπολη κι εγώ βυθισμένη στην ονειροπόληση άρχισα να αναζητώ εκείνον τον άντρα, που είκοσι χρόνια πριν μου είχε φερθεί τόσο καλοσυνάτα. Δεν ήξερα το όνομά του και το πιο πιθανό ήταν πως δεν θα τον αναγνώριζα. Ίσως να είχε από καιρό πεθάνει. Ήμουν ξανά μόνη και οι άνθρωποι γύρω μου έτρωγαν και συζητούσαν και είχα πάλι μέσα μου θυμό και αδιαφορία. Κάποια στιγμή σαν να ακούστηκε από κάπου το “Yesterday”, μα ήταν μάλλον ιδέα μου. Το βλέμμα μου άρχισε τότε να ψάχνει απελπισμένα για κάτι ενδιαφέρον, για κάποιον που θα με έβγαζε για λίγο από την ανία, την εσωτερική μου αποξένωση και τον διαρκή, αναίτιο φόβο.

Ήταν σαν να μην είχα μεγαλώσει καθόλου μα ήξερα ένα πράγμα πια καλά. Δεν ήμουν φτιαγμένη για γαλήνη και ίσως κανένας άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο.