ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

(Εικόνα: “Camille on the Beach at Trouville”, Claude Monet)

Δεν μισώ τίποτα περισσότερο στην παραλία από τη στιγμή που ένα σκάφος περνάει κοντά στους κολυμβητές παραβιάζοντας τον νόμο και την απόσταση που δικαιούται να έχει. Η απροκάλυπτη αδιαφορία για την ασφάλεια των άλλων είναι κάτι που με εξοργίζει. Συνήθιζα να καταπίνω τον θυμό μου, να κάνω μερικές κακές σκέψεις για τον οδηγό του σκάφους κι ύστερα να απορώ για τον κόσμο λες και δεν ζω σε αυτόν ήδη τέσσερις δεκαετίες.Η τρομερή αλήθεια είναι πως ο κόσμος ήταν πάντα άδικος και πάντα θα είναι.

Η Δικαιοσύνη στη χώρα μας είναι σαν μια καλοσυνάτη, μεσήλικη και όμορφη κυρία, που σου λέει ευγενικά πως θα σε υποστηρίξει και σου σφίγγει το χέρι καταδεκτικά. Όταν τη χρειαστείς, όμως, το προσωπικό της βίλας της σου λέει ξανά και ξανά ενοχλημένο πως είναι απασχολημένη, δηλαδή παίζει χαρτιά με τις φίλες της.Αυτά σκέφτηκα σήμερα στην παραλία βλέποντας μερικά σκάφη να περνούν πολύ κοντά στους κολυμβητές. Κουνούσα το πόδι μου νευρικά και έπινα τον ζεσταμένο καφέ μου, όταν ένα παιδί όρμησε τρέχοντας στη θάλασσα. Δεν τον απασχολούσε η καυτή άμμος, ούτε το πλήθος που δεν θα μπορούσε παραμονές Δεκαπενταύγουστου να βρίσκεται πουθενά αλλού. Το σώμα του αγοριού ολάκερο λαχταρούσε το νερό, σαν να ήταν αυτό το μόνο που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή.

Λίγο πιο πέρα ένα ζευγάρι γύρω στα σαράντα φρόντιζε το μωρό του. Ήταν μια ειδυλλιακή εικόνα αρχικά, το πρόσωπο ενός μωρού είναι ό,τι πιο όμορφο μπορεί να αντικρύσει κανείς. Μα όσο περνούσε η ώρα ήταν σαν το ζευγάρι να απομακρυνόταν, σαν μαζί με το μωρό να γεννήθηκε ανάμεσά τους και μια αόρατη, ανεπαίσθητη απόσταση.

Λίγο πιο πέρα τέσσερα κορίτσια ήταν τα μόνα χαρούμενα άτομα ανάμεσα σε οικογένειες γεμάτες ξαπλώστρες, ψυγεία, κουλούρες και κουβαδάκια. Ξέγνοιαστες με τα μαγιό και τα σορτσάκια τους γελούσαν και ξάπλωναν με ευχαρίστηση. Αν κάποιος τους έλεγε πως σε είκοσι χρόνια ταλαιπωρημένες από το άλλαγμα πάνας και τα στριμμένα αφεντικά τους δεν θα έχουν καθόλου χρόνο η μία για την άλλη, είναι σίγουρο πως δεν θα το πίστευαν.

Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάποιο σκάφος περνούσε με θράσος κοντά στους κολυμβητές. Θα έπρεπε να είναι ιερή η στιγμή που κάποιος στη θάλασσα προσπαθεί να ξεχάσει τις έγνοιες του. Θα έπρεπε να μπορεί να νιώθει κανείς ασφαλής. Ωστόσο, ο κόσμος δεν ήταν ποτέ δίκαιος και η κυρία Δικαιοσύνη, όπως είπαμε, έχει πολλές κοινωνικές υποχρεώσεις.

Έχω καταλήξει πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που απροκάλυπτα εκφράζουν ασέβεια απέναντι στα δικαιώματα των άλλων και σε αυτούς που ενδιαφέρονται υπερβολικά για αυτά τα δικαιώματα. Οι πρώτοι καταπατούν, οι δεύτεροι από τον υπερβάλλοντα ζήλο τους καταλήγουν αλαζόνες ή άδικοι. Έτσι η αδικία αναπαράγεται στις σχέσεις, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα πεδία των μαχών. Αν κάτι υπάρχει πίσω από κάθε κακό που κάνουμε στον άλλον άνθρωπο ή στον εαυτό μας είναι η τάση μας να αδικούμε. Σαν παράσιτο στο μήλο που δάγκωσε η Εύα είναι αυτό που μας διώχνει ξανά και ξανά από κάθε παράδεισο.

Ανάκατες και λίγο μίζερες σκέψεις για την παραλία, το παραδέχομαι, μα δεν φημίζομαι για την ικανότητά μου να χαλαρώνω. Ωστόσο, από τη βαβούρα του σημερινού πρωινού αποφάσισα να κρατήσω το αγόρι που έτρεχε να μπει στη θάλασσα. Δεν νοιαζόταν για τα σκάφη, ούτε για το αν θα συναντούσε δηλητηριώδεις μέδουσες, ούτε για τις κουλούρες και τις ομπρέλες που έπρεπε να προσπεράσει, και φυσικά ούτε για το σκυθρωπό μου πρόσωπο. Δεν νοιαζόταν για τίποτα γιατί ήταν απορροφημένος από την επιθυμία του να μπει στο νερό. Το μόνο αντίβαρο στην αποθάρρυνση είναι η επιθυμία, σκέφτηκα τότε και κάτι έλαμψε μέσα μου.

Ύστερα μια δεκαοχτούρα ήρθε δίπλα μου τσιμπολογώντας ψίχουλα στην άμμο. Άνοιξα την τσάντα και έβγαλα το κουλούρι του γιου μου. Της πέταξα μερικά τρίματα μα το πουλί δεν έδωσε καμία σημασία. Απροκάλυπτα προσπέρασε την καλή μου πράξη και χάθηκε ανάμεσα στους λουόμενους που απολάμβαναν τη σκιά των δέντρων λίγο παραπέρα…